H Αμερική για ποικίλους λόγους απομακρύνεται από την Ευρώπη, επανεξετάζει τις συμμαχίες της, επαναθεωρεί τις γεωπολιτικές της προτεραιότητες και στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται, δεν θέλει να βάλει πια το χέρι στην τσέπη. Εκτός και αν μια τέτοια κίνηση εξυπηρετεί τα δικά της και μόνο συμφέροντα.
Δεν χωρά πλέον καμιά αμφιβολία ότι η Ευρώπη, για δεύτερη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται μπροστά στη στιγμή της αλήθειας. Και αυτή η τελευταία, πριν απ’ όλα, στη σημερινή συγκυρία, αφορά άμεσα την άμυνα της δημοκρατικής γηραιάς ηπείρου.
Για τουλάχιστον 70 χρόνια, η ιδέα μιας κοινής άμυνας βρίσκεται στο επίκεντρο του ζητήματος του μέλλοντος της Ευρώπης: Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν θα υπάρξει πραγματική ένωση των ευρωπαϊκών εθνών, εάν δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν μια κοινή αμυντική πολιτική. Μια τέτοια πολιτική θα έθετε σε κίνδυνο τη στρατηγική ανεξαρτησία καθεμιάς από τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. και θα ανάγκαζε τις αμυντικές τους βιομηχανίες να συνεργαστούν. Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει καταστεί δυνατό. Υπάρχουν δυστυχώς κοντόθωρες δυνάμεις στην Ε.Ε. που δεν βλέπουν ούτε τον κόσμο που ζούμε ούτε αυτόν που έρχεται. Ωστόσο, μέσω της άμυνας, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να προσπαθούν να ενωθούν στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, με το απίστευτα τολμηρό σχέδιο της EDC (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Άμυνας), το οποίο απέτυχε όταν οι νικητές του 1945 αρνήθηκαν να ενωθούν με τους ηττημένους. Από τότε, ακολουθήσαμε έναν διαφορετικό δρόμο, αναβάλλοντας συνεχώς την επανέναρξη του κοινού αμυντικού έργου, βασιζόμενοι στην αμερικανική προστασία. Μέχρι το 1984 και τις πρώτες απόπειρες για μια γαλλογερμανική ταξιαρχία, οι οποίες ξεχάστηκαν γρήγορα όταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι η άμυνα δεν ήταν πλέον σημαντικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, η αποτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου μαχητικών αεροσκαφών έδειξε ότι οι βιομήχανοι της ηπείρου ήταν ανίκανοι να ενωθούν.
Είχαν ωστόσο επαρκείς ενδείξεις για να καταλάβουν και να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά στρατιωτικά επιτελεία γνώριζαν, τουλάχιστον από την αρχή της προεδρίας Ομπάμα, πως, ό,τι κι αν συμβεί, οι Αμερικανοί δεν θα εγγυώνται πλέον την ασφάλεια των Ευρωπαίων. Οι στρατιωτικές δαπάνες συνέχισαν να περικόπτονται και όλοι χρησιμοποίησαν τους προϋπολογισμούς τους για να στηρίξουν απλώς την εγχώρια βιομηχανία τους και να εκμεταλλευτούν τον αμερικανικό εξοπλισμό, συμφωνώντας να τον χρησιμοποιήσουν μόνο με τη ρητή συμφωνία του Λευκού Οίκου. Σήμερα, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των Ευρωπαίων (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου) είναι μικρότερες από τις μισές από αυτές των ΗΠΑ.
Eάν, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Μεγάλη Βρετανία αφιέρωναν το 5% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, θα ξόδευαν περισσότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες (1.110 δισεκατομμύρια δολάρια έναντι 824 δισεκατομμυρίων δολαρίων) (Mahbubani, 2025). Η Ευρώπη θα ήταν τότε η κορυφαία στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί από μια Ρωσία ανίκανη να νικήσει την Ουκρανία και θα μπορούσε από θέση ισχύος να συνάψει ισορροπημένες συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία. Θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις οικολογικές, πολιτιστικές και δημογραφικές προκλήσεις του μέλλοντος και ειδικότερα να βοηθήσει την Αφρική να αναπτυχθεί, ώστε να περιορίσει τις μεταναστευτικές εισβολές. Μια τέτοια Ευρώπη θα έκοβε σε μεγάλο βαθμό και το βήχα της Τουρκίας, η οποία χρόνια τώρα παίζει παιχνίδια περιφερειακής υπερδύναμης, συσκοτίζοντας τις τεράστιες εσωτερικές της αδυναμίες. Για να το επιτύχουν αυτό, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να πείσουν τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες τους να συνεργαστούν, ενώ οι ίδιοι θα χρειαστεί να κάνουν τις απαραίτητες δημοσιονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση πραγματικών κοινών πολιτικών σε πολλαπλά επίπεδα.
Αυτό προϋποθέτει ξεκάθαρους και σταθερούς πολιτικούς ηγέτες, ικανούς να αντισταθούν στους εθνικιστικούς πειρασμούς της ακροδεξιάς τους, στον δήθεν ειρηνισμό της άκρας αριστεράς τους, στο συντηρητισμό των βιομηχάνων τους και στους συντεχνιακούς φόβους των συνδικάτων τους. Οι εχθροί μας μπορούν να είναι ήσυχοι: τέτοιοι ηγέτες δεν υπάρχουν, για την ώρα. Αλλά και αν υπήρχαν, οι δυνάμεις του ζόφου και του αυταρχισμού θα αναλάμβαναν να τους εξευτελίσουν προτού αναδειχθούν.