Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να μειώσει τα επιτόκια για έβδομη φορά μέσα σε έναν χρόνο αυτή την Πέμπτη, σε μια προσπάθεια να στηρίξει την εύθραυστη οικονομία της Ευρωζώνης που απειλείται από νέους αμερικανικούς δασμούς.
Η ΕΚΤ έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια με γρήγορο ρυθμό, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις υποχωρούν. Παράλληλα, η πρόσφατη αναταραχή στις διεθνείς αγορές ενισχύει την πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός παραμένει υπό έλεγχο, γεγονός που δικαιολογεί περαιτέρω νομισματική χαλάρωση, σύμφωνα με το Reuters..
Ωστόσο, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δύσκολα θα δώσει σαφείς ενδείξεις για τα επόμενα βήματα της πολιτικής. Παραμένει προσηλωμένη στη θέση ότι το περιβάλλον είναι ακόμη ιδιαίτερα αβέβαιο για να προχωρήσει σε δεσμεύσεις και τονίζει ότι οι αποφάσεις θα βασίζονται στα εκάστοτε δεδομένα.
Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αναστείλει μέρος των δασμών, αρκετοί παραμένουν ενεργοί, ενώ η αβεβαιότητα και η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ήδη αφήσει το αποτύπωμά τους στην οικονομία.
«Ακόμη και με την αναστολή ορισμένων δασμών, οι συνθήκες συνηγορούν σαφώς υπέρ μιας νέας μείωσης επιτοκίων», αναφέρει η Deutsche Bank σε έκθεσή της. «Το πλήγμα στην ανάπτυξη από τους εμπορικούς φραγμούς, την αβεβαιότητα και τη σύσφιγξη των χρηματοπιστωτικών όρων φαίνεται μεγαλύτερο από ό,τι αρχικά είχε εκτιμήσει η ΕΚΤ».
Σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις της ΕΚΤ, η επιβολή δασμών θα μπορούσε να μειώσει την ανάπτυξη κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στις 20 χώρες της Ευρωζώνης, εξαλείφοντας σχεδόν το ήμισυ της αναμενόμενης οικονομικής επέκτασης. Ωστόσο, αυτό το σενάριο ίσως αποδειχθεί αισιόδοξο, αν οι ΗΠΑ επαναφέρουν επιθετικότερη εμπορική πολιτική ή αν η ΕΕ απαντήσει με δικά της μέτρα.
Η μεταβλητότητα στην παγκόσμια σκηνή, και ιδίως η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, ενδέχεται να περιορίσει περαιτέρω τις τιμές, διευκολύνοντας την ΕΚΤ να πλησιάσει τον στόχο της για τον πληθωρισμό πιο γρήγορα.
Το ευρώ δείχνει σταθερότητα παρά τις αναταράξεις, ενώ οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί αισθητά. Η παγκόσμια επιβράδυνση στο εμπόριο αναμένεται να επιβραδύνει και την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, την ώρα που η Κίνα –κύριος στόχος των αμερικανικών δασμών– ίσως διοχετεύσει μέρος της παραγωγής της στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι, με βάση τις τρέχουσες συνθήκες και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ο πληθωρισμός ίσως κινηθεί σύντομα κάτω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. «Οι αναθεωρημένες παραδοχές δείχνουν πτώση του πληθωρισμού κάτω από το 2% ήδη από το δεύτερο τρίμηνο», σημειώνει, προβλέποντας ότι η Ευρωζώνη θα παραμείνει κάτω από τον στόχο για το μεγαλύτερο μέρος του 2026.
Ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ μιας νέας μείωσης επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, που θα φέρει το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,25%, είναι ότι οι αγορές έχουν ήδη ενσωματώσει αυτή την εξέλιξη, και η ΕΚΤ πιθανώς θα επιδιώξει να αποφύγει την πρόκληση περαιτέρω αναταραχής.
Παρότι η απόφαση θεωρείται σχεδόν βέβαιη, τα βλέμματα στρέφονται στη συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ (1245 GMT), για τυχόν ενδείξεις σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της πολιτικής. Οι επενδυτές θα παρακολουθήσουν εάν η ΕΚΤ θα συνεχίσει να περιγράφει τα επιτόκια ως «περιοριστικά», ένδειξη ότι περισσότερη χαλάρωση ενδέχεται να βρίσκεται στον ορίζοντα.
Επιπλέον, αναμένεται ενημέρωση για τον αντίκτυπο των εμπορικών φραγμών, καθώς η Λαγκάρντ είχε δώσει κάποιες πρώτες εκτιμήσεις στο τέλος του περασμένου μήνα. Το επιτελείο της ΕΚΤ εξακολουθεί να εργάζεται για την αναθεώρηση των σχετικών προβλέψεων, αν και οι επίσημες ανακοινώσεις αναμένονται τον Ιούνιο.
Οι αναλυτές επιθυμούν επίσης να διαπιστώσουν αν η Λαγκάρντ θα υπερβεί τις συνηθισμένες γενικόλογες δηλώσεις ότι οι αποφάσεις εξαρτώνται από τα δεδομένα και λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Τέλος, δεν αποκλείεται να δεχτεί ερωτήσεις για το αν η ΕΚΤ έχει εκτιμήσει τις επιπτώσεις από την αναμενόμενη αύξηση των δημόσιων δαπανών της Γερμανίας υπό τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού, που έχει δεσμευτεί για σημαντικές επενδύσεις σε άμυνα και υποδομές.
Αν και η Λαγκάρντ πιθανότατα θα αποφύγει συγκεκριμένα σχόλια –καθώς η ΕΚΤ αξιολογεί μόνο την εφαρμοσμένη πολιτική και όχι υποσχέσεις– η προοπτική αυξημένων δημοσίων δαπανών ενδέχεται να ενισχύσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, ωθώντας την ΕΚΤ να επανεξετάσει τη στρατηγική της στο μέλλον.
Όπως σημειώνει ο Reinhard Cluse της UBS, η ΕΚΤ ίσως αναγκαστεί να αυξήσει ξανά το κόστος δανεισμού μέσα στο 2026, ώστε να αποτρέψει τον δημοσιονομικό αντίκτυπο από το να αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό.