Για την συγγραφή αυτού του άρθρου, παρακολουθήσαμε 21 συνεντεύξεις με τον Ντόναλντ Τραμπ σε αμερικανική τηλεοπτικά δίκτυα, πριν αναρριχηθεί στην πρώτη και τη δεύτερη προεδρία, διαβάσαμε διαγωνίως τρία βιβλία του και αναλύσαμε τέσσερις τηλεοπτικές εκπομπές του, μια από τις οποίες αφορούσε την επαγγελματική του ζωή. Επισκεφθήκαμε επίσης τρεις ιστοτόπους του στους οποίους υπάρχουν λεπτομερέστατες παρουσιάσεις της επιχειρηματικής του σταδιοδρομίας. Είναι δε απορίας άξιο πώς δεν έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο γι’ αυτήν.
Ποιος είναι λοιπόν ο Ντόναλντ Τραμπ, πώς ξεκίνησε και τι πέτυχε στην επιχειρηματική του ζωή; Γιατί μπήκε στην πολιτική;
Από το επίσημο βιογραφικό του Λευκού Οίκου μαθαίνουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ γεννήθηκε στο Κουίνς της Νέας Υόρκης στις 14 Ιουνίου 1946 και ήταν μέλος μιας επταμελούς οικογένειας συμπεριλαμβανομένων και των δύο γονέων του. Ο πατέρας του Φρεντ Σ. Τραμπ ήταν επιτυχημένος κατασκευαστής και μεσίτης ακινήτων, με κύρος και πολύ καλή φήμη. Ο Ντόναλντ είχε δυο αδελφές και δυο αδελφούς. Από τους τελευταίους, ο Φρέντρικ Κράιστ, που ήταν πρωτότοκος είχε άσχημες σχέσεις μαζί του, γιατί ήθελε να γίνει πιλότος και όχι επιχειρηματίας στον τομέα των ακινήτων. Τελικά ο «Φρέντυ» πέθανε αλκοολικός σε ηλικία 42 ετών από ανακοπή της καρδιάς. Αυτός ο θάνατος οδήγησε τον Ντόναλντ Τραμπ, κατά δήλωσή του, να βγάλει το αλκοόλ από τη ζωή του.
Ας σημειωθεί ότι λόγω άρνησης του αδελφού του να ασχοληθεί με ακίνητα, ο Ντόναλντ από την αρχή του 1971 είχε αναλάβει την πατρική κτηματομεσιτική εταιρεία μετονομάζοντάς την σε Trecom Organization. Τα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, αυτή η νέα επιχείρηση ενεπλάκη σε διάφορα έργα, όπως ξενοδοχεία, θέρετρα, καζίνο, γήπεδα γκολφ, εμπορικά κέντρα, αμπελοκαλλιέργειες, παραγωγές τηλεοπτικών προγραμμάτων, υπηρεσίες επικοινωνίας, εστιατόρια και παραγωγή καλλυντικών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το χαρτοφυλάκιο του Τραμπ περιλάμβανε κάπου 400 εταιρείες. Αυτές τις επιτυχίες του, ο σημερινός πρόεδρος τις απέδιδε στον πατέρα του, από τον οποίο, όπως λέει διδάχθηκε ζωτικά μυστικά της πορείας των επιχειρήσεων κατασκευών και μεσιτικών ακινήτων στις ΗΠΑ.
Ομοίως, ο Φρεντ Σ. Τραμπ δήλωνε συχνά ότι «μερικές από τις καλύτερες συμφωνίες μου έγιναν από τον γιο μου, Ντόναλντ... ό,τι αγγίζει φαίνεται να γίνεται χρυσός». Στη συνέχεια ο Τραμπ μπήκε στον πολύ διαφορετικό κόσμο των ακινήτων του Μανχάταν, μια εξέλιξη που έχει σημασία. Διότι του άνοιγε την πόρτα της πολιτικής.
Στη Νέα Υόρκη η υπογραφή Τραμπ είναι συνώνυμη με διάσημες διευθύνσεις. Μεταξύ αυτών είναι ο ουρανοξύστης της Πέμπτης Λεωφόρου, ο Πύργος Τραμπ και τα πολυτελή κτίρια κατοικιών, το Trump Parc, το Trump Palace, το Trump Plaza, η 610 Park Avenue, ο Trump World Tower (το ψηλότερο κτίριο στην ανατολική πλευρά του Μανχάταν) και η λεωφόρος Trump Park.
Ο Τραμπ ήταν επίσης υπεύθυνος για τον καθορισμό και την κατασκευή του Συνεδριακού Κέντρου Jacob Javits και για την πλήρη εξωτερική αποκατάσταση του Grand Central Terminal ως μέρος της μετατροπής του γειτονικού Commodore Hotel σε Grand Hyatt Hotel. Το έργο αυτό θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες ανακαινίσεις στην πόλη και χάρισε στον Ντόναλντ Τραμπ ένα βραβείο από το Community Board Five του Μανχάταν για την «καλαίσθητη και δημιουργική αναβάθμιση και αξιοποίηση ενός διακεκριμένου ξενοδοχείου.
Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες και επενδύσεις, σε κάποια φάση, έφεραν τις επιχειρήσεις Τραμπ σε δύσκολη κατάσταση. Και όπως λένε ορισμένες «κακές γλώσσες» αν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 απεφεύχθη μια εκκωφαντική πτώχευση 9 δισ. δολαρίων, αυτό οφείλεται στην τότε εντυπωσιακή άνοδο της παγκόσμιας χρηματοοικονομίας και στις ισχυρές διασυνδέσεις που είχε ο σημερινός πρόεδρος στον χώρο των μέσων επικοινωνίας. Εξάλλου εκείνα τα χρόνια είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και η αυτοβιογραφία του Τραμπ που πρωτοκυκλοφόρησε το 1987 με τίτλο The Art of the Deal. Το βιβλίο αυτό στη δεκαετία που ακολούθησε πούλησε πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα και είχε προβληθεί σημαντικά από την εφημερίδα New York Times.
Άλλα βιβλία που έχει γράψει ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι το How to Get Rich (έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), το Trump: Art Of The Comeback (1997) και το The America We Deserve (2000) Επίσης μετά την τηλεοπτική εκπομπή του “The Apprentice”, που και αυτή γνώρισε επιτυχία, ακολούθησαν το Trump: The Way to the Top (2004) και το Trump: Think Like a Billionaire (2004), το Trump: The Best Colf Advice I Ever Received (2005), και το The Best Real Estate Advice το 2006. Συνεργάστηκε επίσης με τον Ρόμπερτ Κιγιοσάκι για να γράψουν ιστορία εκδόσεων με το βιβλίο τους Why We Want You To Be Rich: Two Men - One Message,[i] το οποίο τον Οκτώβριο του 2006 κατέκτησε την 1η θέση στις λίστες των μπεστ σέλερ των New York Times, The Wall Street Journal και του Amazon. To Trump 101: The Way To Success έκανε το ντεμπούτο του στα τέλη του 2006. Τον Οκτώβριο του 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τον Μπιλ Ζάνκερ, Think Big and Kick Ass in Business and Life. Στις αρχές του 2008, κυκλοφόρησε το Trump Never Give Up, ακολουθούμενο από το Think Like a Champion τον Απρίλιο του 2009. To Midas Touch, μια άλλη συνεργασία με τον Ρόμπερτ Κιγιοσάκι, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2011. To Time To Get Tough: Making America #1 Again έκανε το ντεμπούτο του στις αρχές Δεκεμβρίου του 2011 και έγινε μπεστ σέλερ. Το 2015 κυκλοφόρησε το Crippled America: How To Make America Great Again και επανακυκλοφόρησε ως Great Again το 2016.
Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Ντόναλντ Τραμπ Πώς να γίνεις πλούσιος, που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2004 και στα ελληνικά την ίδια χρονιά, ανακαλύπτω ότι ο άνθρωπος που έγινε 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016 και 47ος το 2024, αυτά που γράφει και προτείνει πολύ καλά τα εννοεί και τα εφαρμόζει. Ο δε αναγνώστης του βιβλίου του, που είναι το δεύτερο μετά το The Art of the Deal (Η Τέχνη των Διαπραγματεύσεων) του 1987, σχηματίζει μια ενδεικτική εικόνα του πώς σκέπτεται, ενεργεί και φιλοσοφεί ένας άνθρωπος, ο οποίος από σχεδόν πτωχευμένος το 1994 έγινε δισεκατομμυριούχος και δύο φορές πρόεδρος της πιο ισχυρής από κάθε άποψη χώρας στον κόσμο τριάντα χρόνια μετά.
Και ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό δείγμα γραφής της σκέψης του, είναι το κείμενο που ακολουθεί και στο οποίο ο 58χρονος Τραμπ, όταν το έγραφε, ως δισεκατομμυριούχος πλέον, συμβούλευε πώς μπορεί κανείς να κάνει το όνομά του μάρκα και να αυτοδιαφημίζεται. Γράφει λοιπόν στο σύντομο κεφάλαιο “Brand Yourself and Toot Your Horn” («Κάντε το όνομά σας μάρκα και αυτοδιαφημιστείτε») του βιβλίου Τραμπ: Πώς να γίνεις πλούσιος, το οποίο παραθέτουμε (όπου υπάρχει έμφαση είναι δική μας):
''Αρχικά είχα σκοπό να ονομάσω το Τραμπ Τάουερ αλλιώς: Τίφανι Τάουερ, από το διάσημο κοσμηματοπωλείο που είναι δίπλα. Ρώτησα ένα φίλο: «Νομίζεις πως πρέπει να λέγεται Τραμπ Τάουερ ή Τίφανι Τάουερ;». Μου είπε: «Όταν αλλάξεις το όνομα σου σε Τίφανι, να το ονομάσεις Τίφανι Τάουερ».
Όλοι ξέρουμε τη δύναμη που έχει μια μάρκα, ειδικά όταν είναι μάρκα ποιότητας. Η Coco Chanel έγινε διάσημη σ’ όλο τον κόσμο πριν από 80 χρόνια ονομάζοντας το πρώτο της άρωμα Chanel No 5, που ακόμα πουλιέται δυνατά σε μια αγορά άγριου ανταγωνισμού. Το άρωμά της, όπως και το όνομά της, έχουν γίνει παντοτινά. Απέδειξε πως τα σωστά συστατικά μπορούν να δημιουργήσουν ένα θρύλο.
Το «Τραμπ» έχει γίνει μια μεγάλη μάρκα χάρη στα αυστηρά πρότυπά μου σχεδιασμού και ποιότητας. Όλοι θαυμάζουμε τις Ρολς-Ρόις και όλες οι επιχειρήσεις μου είναι εξίσου ελίτ. Η σχολαστικότητά μου έχει αποδώσει, γιατί τα κτίριά μου θεωρούνται τα καλύτερα στον κόσμο. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν καυχησιολογία, αλλά είναι γεγονός. Ποτέ δε συνηθίζω να συγχέω τα γεγονότα με τη φαντασία. Το 2003 η αρθρογράφος για την αγορά ακινήτων στη Chicago Tribune Μαίρη Ουμπέργκερ [Mary Umberger] απέδωσε τις πωλήσεις στο Trump International Hotel and Tower στο Σικάγο στον «Παράγοντα Τραμπ». Η Ουμπέργκερ έγραψε: «Η ταχύτητα των πωλήσεων έχει ξαφνιάσει ακόμα και πεπειραμένους παίκτες της αγοράς ακινήτων που μου είχαν πει κατά την έναρξη των πωλήσεων ότι αμφέβαλλαν αν ο Τραμπ μπορούσε να αποκτήσει αρκετή φόρα, μια και η αγορά πολυτελών ακινήτων στο Σικάγο ήταν –και είναι– σε ύφεση».
Μερικοί έχουν γράψει ότι είμαι καυχησιάρης, αλλά τους διαφεύγει η ουσία. Πιστεύω ό,τι λέω και το πραγματοποιώ. Αν αφιερώσατε τη ζωή σας στη δημιουργία ενός έργου και πιστεύετε σ’ αυτό που κάνετε, και είναι άψογο, είναι καλό να το λέτε στον κόσμο. Η διακριτικότητα και η μετριοφροσύνη ταιριάζουν στις καλόγριες και στους ψυχαναλυτές, αλλά, αν είστε επιχειρηματίας, πρέπει να μάθετε να μιλάτε δυνατά και να αναγγέλλετε τα σημαντικά σας επιτεύγματα στον κόσμο, γιατί δε θα το κάνει κανένας άλλος.
Όταν ορίζω την τιμή ενός πολυτελούς διαμερίσματος, συνυπολογίζω πολλούς παράγοντες: την αγορά, την τοποθεσία, τον ανταγωνισμό. Μετά βάζω τα δικά μου πρότυπα. Μια φορά, όταν κάποια πολυτελή διαμερίσματα δεν πουλιούνταν, ανέβασα τις τιμές πολύ πάνω από τον ανταγωνισμό. Άρχισαν αμέσως να πουλιούνται.
Θεωρώ τη δουλειά μου ως μια μορφή τέχνης και την προσεγγίζω με την ίδια ένταση και εγωισμό όπως κάθε φιλόδοξος καλλιτέχνης. Δεν είχα σκεφτεί να κάνω το όνομά μου μάρκα, αλλά το ταίριασμα της αισθητικής μου με κάθε προϊόν που ασχολήθηκα είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα δίκτυο συμφερόντων που διαρκώς διευρύνεται. Η επιτυχία του ονόματος Τραμπ σε όλο τον κόσμο αποτέλεσε έκπληξη.
Ήταν ευχάριστη έκπληξη. Για παράδειγμα, η χρήση του ονόματός μου σ’ ένα κτίριο κουβαλάει μια υπόσχεση για την καλύτερη δυνατή ποιότητα και αξίζει τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια δολάρια. Αυτά μόνο για το όνομα, γιατί οι κατασκευαστές ξέρουν ότι αξίζει τα λεφτά του. Και το κτίριο θα είναι σύμφωνο με τα δικά μου πρότυπα. Όταν θυμάμαι το στίχο από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ –«Τι αξίζει ένα όνομα;»–, δεν μπορώ να μη γελάσω. Το τι αξίζει ένα όνομα μπορεί να είναι πολύ παραπάνω απ’ ό,τι είχαμε φανταστεί ο βάρδος ή εγώ.
Όλοι έχουμε προσέξει την κυριαρχία των ονομάτων και τη δύναμη που έχουν, από τα Levi’s μέχρι τα Louis Vuitton. Μερικοί άνθρωποι είναι αντίθετοι με την ευρεία καθιέρωση των ονομάτων βλέποντάς την ως μια άλλη μορφή «ετικετοποίησης». Εγώ τη βλέπω ως μια βιώσιμη διέξοδο της δημιουργικότητας.
Αν είστε στα πρόθυρα της επιτυχίας στην καριέρα σας, κάποιος σνομπ μπορεί να σας ρωτήσει περιφρονητικά: «Δε θέλεις να γίνεις μάρκα, έτσι δεν είναι;». Όποιος κάνει τέτοια ερώτηση δε βλέπει την ευρύτερη εικόνα – και συνήθως απλώς ζηλεύει.
Τώρα πια μπορώ να απογειώσω ένα έργο σε χρόνο-μηδέν, ενώ ένας άγνωστος κατασκευαστής θα χρειαζόταν πολλούς μήνες, αν όχι χρόνια, για να καταφέρει να ξεκινήσει. Ο αριθμός των ανθρώπων που χρησιμοποιώ για να τελειώσει ένα έργο φτάνει τις χιλιάδες, κι αυτοί οι άνθρωποι δε θα έχουν κτίριο να δουλέψουν αν δεν έχουν τον κατασκευαστή που θα τους δώσει δουλειά. Το εμπόριο και η τέχνη δεν μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Πρέπει να συνεργάζονται. Αυτή είναι η ομορφιά μιας πετυχημένης μάρκας.
Αλλά υπάρχει και αρνητική πλευρά στο να είσαι πασίγνωστο όνομα. Γίνεσαι εύκολος στόχος. Τα ΜΜΕ έχουν ανάγκη να γκρεμίζουν αυτούς που ανεβάζουν. Είναι μέρος της δημοσιογραφίας: ιστορίες για ήρωες και κακούς ή επιτυχία και αποτυχία. Αν το όνομά σου είναι μάρκα, θα δέχεσαι πυρά. Είναι μέρος του πακέτου και έμαθα να το δέχομαι. Όπως λέμε στον Μαθητευόμενο [Apprentice], «Δεν είναι προσωπικό θέμα. Είναι δουλειά».
Ευτυχώς, αν έχεις τους πραγματικά σημαντικούς κριτικούς με το μέρος σου, το διάβασμα της εφημερίδας μπορεί να είναι απόλαυση. Ο Herbert Muschamp, ο κριτικός αρχιτεκτονικής των New York Times, είναι αυθεντία στο θέμα των κτιρίων. Οποιαδήποτε φιλοφρόνηση από αυτόν έχει ουσιαστική αξία που δε θα μειωθεί ποτέ. Όταν έγραψε ένα άρθρο για τον Trump World Tower και τον περιέγραψε ως ένα «όμορφο κομμάτι γυάλινου πύργου», ήταν μεγάλη μου τιμή. Να μερικά ακόμα απ’ αυτά που έγραψε:
Αν και ο Ντόναλντ Τραμπ προτιμά να διαφημίζει την επιθετική πλευρά του εαυτού του –ως πιο αρρενωπή– είναι επίσης και ο μόνος μανιακός της ομορφιάς στους κύκλους των κατασκευαστών κτιρίων στη Νέα Υόρκη. … Δε μας προκάλεσε έκπληξη που η ανεπίσημη έγκριση του κτιρίου του Τραμπ ήρθε από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Ο πύργος ενσαρκώνει την αισθητική του Mies, μέσω της οποίας διαμορφώθηκε αρχικά το γούστο του τομέα αρχιτεκτονικής του μουσείου. … Ελπίζω να εξακολουθήσει έτσι ο Τραμπ. … Τα πάει καλύτερα όταν αγνοεί τους κριτικούς του παρά όταν τους δίνει σημασία.
Γι’ αυτό, μη φοβάστε να αυτοδιαφημίζεστε όταν έχετε κάνει κάτι άξιο διαφήμισης. Και μην πιστεύετε τους κριτικούς, εκτός αν λατρεύουν τη δουλειά σας''.
Ας σημειωθεί ότι κατά ομολογία του, ο Τραμπ είναι φανατικός αναγνώστης των θεωριών του Καρλ Γιούνγκ, Ελβετού ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή (1875-1961), για τον οποίον έγραφε ότι «τα βιβλία του βοηθούν έναν άνθρωπο να δημιουργήσει μηχανισμούς αυτοάμυνας».
Και κάνοντας λόγο για τους «μηχανισμούς» αυτούς, ο Τραμπ, εν αγνοία του ίσως, χρησιμοποιεί αντίστροφα τη γνωστή μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογική τακτική και πρακτική. Οι Μαρξ και Λένιν, μιλώντας για την περίφημη «δικτατορία του προλεταριάτου», καλλιεργούσαν συνειδητά το μίσος κατά των πλουσίων, κατά της εργασίας και του κεφαλαίου και μέσω αυτού του συναισθήματος πρόσφεραν ένα όπλο εξουσίας σε δήθεν φωτισμένους δικτάτορες και λοιπούς καιροσκόπους, οι οποίοι ερχόμενοι στην εξουσία θα μοίραζαν στον λαό τον πλούτο. Όμως έως ότου ολοκληρωθεί η μοιρασιά, οι διάφορες «νομενκλατούρες» θα διαχειρίζονται την κατάσταση ώσπου να έλθει η ολοκλήρωση της μοιρασιάς. Δηλαδή ποτέ. Διότι όταν υπάρχει πλούτος, αυτό που προέχει είναι η παραγωγή του, για να δικαιολογείται η μοιρασιά του.
Ο Τραμπ, όπως ο ίδιος τονίζει, θέλει να δίνει την αίσθηση στους «κακομοίρηδες» ότι είναι μεγάλοι και πως μπορούν να γίνουν πλούσιοι, αν δεν αγοράζουν προϊόντα από τους Κινέζους και τους Ευρωπαίους που οι ίδιοι μπορούν να παράγουν. Σε τι κόστος όμως, αυτό το «μυστικό» ο νυν πρόεδρος δεν το αποκαλύπτει. Γιατί απλούστατα δεν μπορεί και δεν θέλει.
Πιο απλά αντί να λες στον εργάτη του Ντητρόιτ θα μοιράσω τον πλούτο του Γκέιτς και του Μασκ για να σε «σώσω», προτείνει ο εν λόγω εργάτης να γίνει Γκέιτς ή Μασκ αν θέλει.