Καθοριστικό ρόλο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια φαίνεται να διαδραματίζουν οι επενδύσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού για το 2026. Η κυβέρνηση θέτει την επενδυτική δραστηριότητα στο επίκεντρο της αναπτυξιακής πολιτικής της, προσδοκώντας ότι θα αποτελέσει τη βασική δύναμη που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και θα στηρίξει τη βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Όπως τονίζουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου, η επιτυχία αυτού του σχεδίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων. Εάν αυτοί οι δύο παράγοντες δεν λειτουργήσουν συντονισμένα, υπάρχει ο κίνδυνος οι φιλόδοξες προβλέψεις να παραμείνουν θεωρητικές.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει σημαντική επιτάχυνση της επενδυτικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, η συνολική αύξηση των επενδύσεων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 4,5% το 2024, θα ενισχυθεί στο 5,7% το 2025 και θα φτάσει στο ιδιαίτερα υψηλό 10,2% το 2026.
Η αναμενόμενη αυτή άνοδος αποδίδεται τόσο στη σταδιακή ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων όσο και στη διεύρυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο αναμένεται να αγγίξει τα 16,7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2026, έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2024. Οι επενδύσεις αυτές θα κατευθυνθούν κυρίως σε έργα υποδομής, όπως οι μεταφορές, τα ενεργειακά δίκτυα και οι ψηφιακές υποδομές, αλλά και σε τομείς τεχνολογίας και καινοτομίας που μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα, περίπου το ήμισυ της αύξησης των επενδύσεων θα προέλθει από κατασκευαστικά έργα, τα οποία προβλέπεται να ενισχυθούν με ετήσιο ρυθμό 13,8%. Το υπόλοιπο 50% αναμένεται να αφορά επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, τεχνολογίες και αγροτικά αγαθά, με ρυθμούς αύξησης από 2,7% έως 10,1%. Αν όλα εξελιχθούν σύμφωνα με τον σχεδιασμό, το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ θα αγγίξει το 18% το 2026, από 15,7% το προηγούμενο έτος.
Η κυβέρνηση εκτιμά ότι αυτή η επενδυτική ώθηση θα συνεισφέρει κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια ανάπτυξη του 2026, συμβάλλοντας στη μείωση του παραγωγικού κενού σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Το οικονομικό επιτελείο ωστόσο, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν παράγοντες που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τον σχεδιασμό. Η γεωπολιτική αστάθεια, οι συνεχιζόμενες αναταράξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού, η αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές και οι πιθανές αυξήσεις στο κόστος υλικών και κατασκευών αποτελούν σημαντικούς κινδύνους.
Επιπλέον, η ομαλή απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» παραμένει κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία του σχεδίου.
Η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θεωρείται η «καρδιά» της επενδυτικής στρατηγικής. Το αναθεωρημένο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» αναμένεται να οριστικοποιηθεί εντός του μήνα, με στόχο να ενταχθούν ώριμα έργα που μπορούν να υλοποιηθούν έως το 2026. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, έχει ήδη εκφράσει ανησυχίες για τους ρυθμούς υλοποίησης, καθώς, σύμφωνα με την τέταρτη ετήσια έκθεση προόδου του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει λιγότερο από το 50% των οροσήμων και στόχων που προβλέπονται, παρότι έχει λάβει πάνω από το μισό των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων. Στην ίδια κατηγορία βρίσκονται συνολικά δώδεκα κράτη της Ε.Ε., τα οποία η Κομισιόν καλεί να επιταχύνουν σημαντικά τις διαδικασίες, καθώς απομένει λιγότερο από ένας χρόνος μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, τον Αύγουστο του 2026.
Αν και η εικόνα παραμένει σύνθετη, υπάρχουν και ενθαρρυντικά στοιχεία. Το 2025, αν και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, θεωρείται μια χρονιά-σταθμός για την ελληνική οικονομία, καθώς η χώρα ανέκτησε πλήρως την επενδυτική βαθμίδα από όλους τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, γεγονός που ενίσχυσε την εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών. Παράλληλα, η μείωση του δημόσιου χρέους, η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων διαμορφώνουν ένα πιο σταθερό περιβάλλον, ικανό να στηρίξει την αναπτυξιακή πορεία. Το επόμενο διάστημα, το ζητούμενο είναι η μετατροπή των αριθμών και των προβλέψεων σε πραγματικά έργα και επενδύσεις που θα ενισχύσουν την οικονομία, θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρα