Σε πλήρη αναδιάταξη οδηγείται η ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών, καθώς η πρόσφατη είσοδος της ΔΕΗ στον χώρο της λιανικής ευρυζωνικότητας μέσω οπτικών ινών έχει ήδη προκαλέσει μιά σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις. Σύμφωνα με ανάλυση της JPMorgan, με επικεφαλής τον Ajay Soni, η στρατηγική της ΔΕΗ να προσφέρει "ίνα μέχρι το σπίτι" (FTTH) συνδέσεις με έως και 56% χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τον ΟΤΕ, ενδέχεται να ανατρέψει τις ισορροπίες στην αγορά.
Συγκεκριμένα, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα προχώρησε υποβάθμιση της σύστασης για τη μετοχή του ΟΤΕ από “υπεραπόδοση” σε “ουδέτερη”, διατηρώντας αμετάβλητη την τιμή στόχο στα 18,5 ευρώ για τον Δεκέμβριο του 2026, όταν η τρέχουσα τιμή διαμορφωνόταν στα 16,67 ευρώ (στις 17 Ιουνίου 2025).
Η αιτία πίσω από την αναθεώρηση δεν είναι άλλη από την εμπορική αντεπίθεση της ΔΕΗ. Ο νέος παίκτης στην αγορά ξεκίνησε πρόσφατα τη διάθεση τριών FTTH πακέτων – 500Mbps, 1Gbps και 2,5Gbps – καλύπτοντας ήδη 600.000 νοικοκυριά. Η διαφοροποίηση, όμως, δεν περιορίζεται στις τεχνολογίες, αλλά εστιάζεται εμφανώς στο κόστος, καθώς τα πακέτα της ΔΕΗ προσφέρονται χωρίς τηλεφωνία ή τηλεόραση, αλλά σε δραματικά χαμηλότερες τιμές.
Η σύγκριση μιλά από μόνη της. Το πακέτο 1Gbps της Cosmote κοστίζει 45,1 ευρώ τον μήνα, ενώ το αντίστοιχο της ΔΕΗ μόλις 19,9 ευρώ – μια διαφορά 56%. Αντίστοιχα, το πακέτο των 500Mbps διατίθεται στα 17,9 ευρώ από τη ΔΕΗ και στα 37,5 ευρώ από την Cosmote, δηλαδή 52% ακριβότερα. Ακόμη και στα υψηλότερα επίπεδα ταχύτητας (2,5-3Gbps), η ΔΕΗ προσφέρει πακέτο στα 52,9 ευρώ, έναντι 64 ευρώ της Cosmote – μια διαφορά 18%.
Η JPMorgan προειδοποίησε ότι ο ΟΤΕ μέχρι πρότινος διαχειριζόταν τις απώλειες στις παλαιότερες τεχνολογίες (χαλκός/FTTC) αντισταθμίζοντάς τες με νέες συνδέσεις FTTH. Πλέον, η επιθετική παρουσία της ΔΕΗ μπορεί να διακόψει αυτόν τον μηχανισμό ισορροπίας. Το 82% των πελατών του ΟΤΕ παραμένει σε δίκτυα παλαιάς τεχνολογίας και η τράπεζα σημειώνει πως, εφόσον η ΔΕΗ απορροφήσει σημαντικό μέρος των νέων FTTH συνδέσεων, ο ΟΤΕ ίσως βρεθεί αντιμέτωπος με αδυναμία συγκράτησης των συνολικών του απωλειών.
Το ενδεχόμενο αυτό δεν επηρεάζει μόνο τον ΟΤΕ. Η JPMorgan προβλέπει πως αν η τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ καθιερωθεί, θα συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους παρόχους σε μειώσεις, με αποτέλεσμα την πτώση στον δείκτη ARPU (μέσο έσοδο ανά συνδρομητή), στασιμότητα ή και πτώση στα λιανικά έσοδα σταθερής τηλεφωνίας, με την τράπεζα να εκτιμά αρνητική μεταβολή -1,3% στο πρώτο εξάμηνο του 2025 και μόλις +0,3% στο δεύτερο.
Παρά τις πιέσεις, η ανάλυση διατηρεί ουσιώδεις θετικές ενδείξεις για τον ΟΤΕ. Το συγκριτικό του πλεονέκτημα έγκειται στο γεγονός ότι προσφέρει πλήρη πακέτα σταθερής, κινητής και τηλεόρασης – κάτι που δεν έχει ακόμα τη δυνατότητα να κάνει η ΔΕΗ. Σήμερα, το 70% των ευρυζωνικών πελατών του ΟΤΕ απολαμβάνει FMC πακέτα (Fixed-Mobile Convergence), έναντι 42% των συνολικών σταθερών συνδέσεων στην Ελλάδα που περιορίζονται στη σταθερή.
Η ΔΕΗ, από την άλλη πλευρά, δείχνει αποφασισμένη για το νέο άνοιγμά της στις τηλεπικοινωνίες, ήδη σχεδιάζει επέκταση του FTTH δικτύου από 600.000 νοικοκυριά σήμερα σε 1,5 εκατομμύριο έως το τέλος του 2025 και σε 3 εκατομμύρια μέχρι το 2030. Πρόκειται για έναν στόχο που ταυτίζεται με τον στρατηγικό σχεδιασμό του ίδιου του ΟΤΕ. Αυτό την καθιστά, σύμφωνα με την JPMorgan, πιθανό “game changer” για τη δομή της ελληνικής αγοράς.
Η τράπεζα επισημαίνει παράλληλα και τις “ασπίδες” του ΟΤΕ, όπως η κρατική ενίσχυση μέσω του fiber coupon, τα σταθερά έσοδα από Vodafone και Nova στο χονδρικό σκέλος, καθώς και μια πιθανή πώληση της Telekom Romania, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη ρευστότητα και την αποδοτικότητα του Οργανισμού, ευνοώντας και τη μερισματική του πολιτική.