Τις συνθήκες που επικρατούν στα «νοικοκυριά» της Ελλάδας λόγω των αυξημένων θερμοκρασιών ειδικά την περίοδο του καλοκαιριού αναλύει το ελληνικό γραφείο της Greenpeace. Παράλληλα, ανακοινώνει την έναρξη πρωτογενούς έρευνας πεδίου σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου, για την καταγραφή της ευαλωτότητας των νοικοκυριών σε μεγάλο τμήμα της χώρας λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού. Ακόμη, μέσω της έρευνας θα αναδειχθεί η ανάγκη για λύσεις που δίνουν έμφαση στην ουσιαστική εξοικονόμηση ενέργειας στον οικιακό τομέα ως προϋπόθεση για μια δίκαιη, κοινωνικά βιώσιμη και κλιματικά υπεύθυνη μετάβαση.
Στο επίκεντρο της παρούσας ανάλυσης τίθενται ερωτήματα όπως κατά πόσο τα σπίτια στην Ελλάδα μπορούν να προστατεύσουν τους κατοίκους τους έναντι των ολοένα επιδεινούμενων συνθηκών, πόσο εκτεθειμένα είναι στις θερμοκρασίες αυτές, ποια βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο καθώς επίσης και ποιοι είναι οι βασικότεροι παράγοντες που καθορίζουν την ικανότητα προσαρμογής τους σε αυτές τις συνθήκες αλλά και τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι κυβερνητικές πολιτικές.
Η Greenpeace αρχικά αναφέρεται στη «νέα κλιματική πραγματικότητα» που αντιμετωπίζει ο πλανήτης δίνοντας έμφαση στο καλοκαίρι του 2024 και τονίζοντας ότι ο καύσωνας του Ιουλίου ήταν ο μεγαλύτερος σε διάρκεια που καταγράφηκε ποτέ, ενώ περιοχές της νοτίου Ελλάδας εμφάνισαν τη μεγαλύτερη αύξηση σε αριθμό «τροπικών νυχτών» σε όλη την Ευρώπη.
Συνθήκες κατοικίας σε περιόδους υψηλών θερμοκρασιών
Όπως υπογραμμίζει η Greenpeace, τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα καταγράφουν την κατάσταση αποκλειστικά σε κατοικίες της πρωτεύουσας, ωστόσο υπάρχει μια σημαντική χρονική ασυνέχεια καθώς οι δύο πρώτες μελέτες εκπονήθηκαν πριν από το 2010, ενώ η επόμενη ύστερα από 15 χρόνια, το 2024. Η πιο πρόσφατη καταγραφή έγινε το καλοκαίρι του 2024 σε 45 ευάλωτα νοικοκυριά στον δήμο Αθηναίων. Η μέση εσωτερική καταγεγραμμένη θερμοκρασία ήταν στους 31,4°C, η υψηλότερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία στους 37,6°C, ενώ στα περισσότερα η θερμοκρασία κυμαινόταν ανάμεσα στους 28 και 34°C.. Ανησυχητική ήταν και η συγκέντρωση CO₂, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διπλάσια από το ανώτατο υγιεινό όριο των 1000 ppm.
Η ανάγκη για ψύξη σπρώχνει τις απαιτήσεις των νοικοκυριών για ενέργεια
Επιπλέον, η ανάλυση αναφέρεται στην ανάγκη για ψύξη επισημαίνοντας μεταξύ άλλων, ότι αν και αυτή αποτελεί ακόμα μόνο το 1% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 5% στην Ελλάδα η επίδραση της αύξησης των θερμοκρασιών στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι εμφανής, με μελέτες να υπολογίζουν ότι για κάθε αύξηση της εξωτερικής θερμοκρασίας κατά 1°C, η ζήτηση ενέργειας για ψύξη αυξάνεται κατά 5-20%. Μάλιστα, παρατίθενται δεδομένα όπου διαπιστώνεται ότι από το 2000 κι έπειτα, παρατηρείται συνεχώς αυξητική τάση στην ΕΕ με την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα να ευθύνονται αθροιστικά για το 70% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη των κατοικιών.
Για την Ελλάδα, η κατανάλωση ενέργειας του μέσου ελληνικού νοικοκυριού λόγω αυξανόμενων αναγκών ψύξης σύμφωνα με το ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενο έργο Οdysee-Mure, μεταξύ 2000 και 2022, λόγω χρήσης κλιματιστικών, αυξήθηκε κατά 265%. Σύμφωνα με την ανάλυση της Greenpeace, δεδομένα της Eurostat δείχνουν μια αντίστοιχη εικόνα αν και με σημαντικά μικρότερης κλίμακας αύξηση, καθώς μεταξύ 2015 και 2023 καταγράφουν μια αύξηση 38% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας των νοικοκυριών στη χώρα για ανάγκες ψύξης.
Παράλληλα, η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη που καταγράφεται, όπως υπογραμμίζει η Greenpeace, τις τελευταίες δεκαετίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ραγδαία εξάπλωση των κλιματιστικών στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως σημειώνεται, είναι ότι το 2023 η ετήσια ζήτηση για κλιματιστικά έφτασε τις 400 χιλιάδες μονάδες, καταγράφοντας αύξηση κατά 57% σε σύγκριση με το 2019.
«Η μαζική αυτή χρήση δημιουργεί και τις αντίστοιχες πιέσεις στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας», τονίζεται.
Όσον αφορά τον τομέα της υγείας, η έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες έχει πολλαπλές επιπτώσεις ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους, στα άτομα με κινητικά προβλήματα ή χρόνια νοσήματα. Σύμφωνα με δεδομένα από σχετικές μελέτες, όπως υποστηρίζει η Greenpeace, οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να προκαλέσουν θερμική εξάντληση, αφυδάτωση και να επιδεινώσουν καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, ενώ συνδέονται και με αυξημένα επίπεδα άγχους ή ακόμη και με αυξημένα ποσοστά αυτοκτονιών. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το 86-91% των θανάτων από ακραία καιρικά φαινόμενα αποδίδεται σε καύσωνες, αντιπροσωπεύοντας 77.000-129.000 θανάτους μεταξύ 1980-2020. Μάλιστα όπως επισημαίνεται, όπως αναδεικνύουν τα ευρήματα των ερευνών η αυξημένη θνησιμότητα σχετίζεται και με τη συσσώρευση της έκθεσης σε θερμότητα σε συνεχόμενες ημέρες, ενώ τονίζεται ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πιο ευάλωτες χώρες.
Παράλληλα, έμφαση δίνεται στο φαινόμενο της θερμικής νησίδας στις αστικές περιοχές όπου λόγω αυτού οι θερμοκρασίες διατηρούνται υψηλές ακόμα και τη νύχτα εμποδίζοντας την ανάκαμψη του οργανισμού από το ημερήσιο θερμικό στρες. Όπως τονίζουν διεθνείς οργανισμοί οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι έγκυες γυναίκες, οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα, οι κοινωνικά απομονωμένοι, οι άστεγοι, οι μετανάστες και οι χαμηλόμισθοι είναι οι πιο εκτεθειμένοι και ταυτόχρονα, οι λιγότερο προστατευμένοι από τις πολιτικές πρόληψης και ανακούφισης.
Επιπλέον, η υπερθέρμανση των χώρων διαταράσσει επίσης τον ύπνο, την ίδια ώρα που η κακή ποιότητα ύπνου σχετίζεται, σύμφωνα με έρευνες, με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, γνωστική εξασθένιση και μειωμένη αποδοτικότητα, επηρεάζοντας αρκετά και τα παιδιά με συνέπειες στη μάθηση και τη συμπεριφορά.
Η επίπτωση φτάνει μέχρι την εργασία και την εκπαίδευση. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, όπως σημειώνεται, καταγράφει μείωση παραγωγικότητας έως και 50% σε θερμοκρασίες πάνω από 33°C. Στον χώρο της εκπαίδευσης, αύξηση 1°C στις σχολικές αίθουσες μεταξύ 20 και 25°C συνδέεται με 0,6% μείωση απόδοσης, ενώ εξετάσεις σε θερμοκρασίες άνω των 32°C μειώνουν την πιθανότητα επιτυχίας κατά 10%. Τέλος σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες ελλοχεύει ιδιαίτερα ο κίνδυνος θερμοπληξίας.
Καταλήγοντας, η Greenpeace στην ανάλυσή της, υπογραμμίζει ότι οι προβλέψεις για το μέλλον είναι ανησυχητικές. «Μέχρι το 2050, οι ημέρες καύσωνα στην Αθήνα αναμένεται να διπλασιαστούν, σύμφωνα με το δήμο Αθηναίων» ενώ η μέση θερμοκρασία του καλοκαιριού θα αυξηθεί έως και 4°C έως το τέλος του αιώνα. Παρόμοιες μεταβολές προβλέπονται για πολλές ακόμη πόλεις της Ελλάδας με τις ισχυρότερες να εντοπίζονται σε Θεσσαλονίκη και Λάρισα.
Ακόμη, καθώς η ένταση αλλά και η διάρκεια της θερμικής επιβάρυνσης αυξάνονται, οι περίοδοι υψηλών θερμοκρασιών αναμένεται να επεκταθούν σε περιόδους εκτός καλοκαιριού, όπως ο Οκτώβριος όπου αναμένεται να παρουσιάσει διπλασιασμό των ημερών που απαιτούν κλιματισμό, ενώ ακόμη και ορεινές περιοχές θα βιώσουν σημαντικές σχετικές αυξήσεις.
Συνολικά, όπως επισημαίνει η Greenpeace, η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος για κλιματισμό προβλέπεται να αυξηθεί έως και 83% την περίοδο 2041-2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 2011 και μέχρι 248% στα τέλη του αιώνα.
«Μάλιστα, με βάση το ενδιάμεσο σενάριο εκπομπών CO2 η θερμοκρασία εντός κατοικιών το 2050 θα ξεπερνάει τους 32°C κατά τη διάρκεια του 50% της θερινής περιόδου στα Δωδεκάνησα, του 45% της θερινής περιόδου στην Αττική, ενώ ακόμα και περιοχές όπως το Ιόνιο, το Βόρειο Αιγαίο και οι Κυκλάδες αναμένεται να καταγράψουν αντίστοιχα ποσοστά 30%–40%», σημειώνει η Greenpeace και προσθέτει ότι οι επιπτώσεις δεν θα κατανεμηθούν ισότιμα. «Η θνησιμότητα λόγω υψηλών θερμοκρασιών στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 27% ακόμη και στο “ήπιο” σενάριο υπερθέρμανσης κατά 1,5°C, ενώ στο σενάριο των 4°C η αύξηση εκτοξεύεται στο 364%. Οι πιο ακραίες επιπτώσεις θα πλήξουν ξανά τις ίδιες ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τα παιδιά και τους ανθρώπους χωρίς προστασία», υπογραμμίζει και σημειώνει ότι η ανάγκη να κατανοήσουμε ποιοι πλήττονται αποτελεί προϋπόθεση την διεκδίκηση πολιτικών που δίνουν πραγματικές λύσεις: ουσιαστική μείωση της ζήτησης ενέργειας, αξιοπρεπή και προσιτή στέγαση, ισότιμη πρόσβαση στην προστασία απέναντι στις υψηλές θερμοκρασίες».