«O κίνδυνος θανάτου από Covid-19 είναι χαμηλός, συνεπώς οι πολιτικοί μπορούν να διαβεβαιώσουν το κοινό ότι οι χειρότεροι φόβοι μας έχουν περάσει». Αυτό αναφέρει ο διακεκριμένος Έλληνας καθηγητής ιατρικής, επιδημιολογίας και στατιστικής Γιάννης Ιωαννίδης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια σε άρθρο του στους χθεσινούς «Κυριακάτικους Τάιμς του Λονδίνου», σε συνεργασία με τον Ρόχαν Σίλβα, πρώην σύμβουλο του Βρετανού πρωθυπουργού και συνεργάτη της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE).
Επιπλέον, όπως τονίζουν, «μια άλλη συνέπεια είναι ότι ένα lockdown δεν είναι πλέον η δέουσα απάντηση, ιδίως με δεδομένες τις σοβαρά αρνητικές επιπτώσεις: μαζική ανεργία και αύξηση της οικιακής βίας, τα προβλήματα ψυχικής υγείας και παιδικής κακοποίησης, καθώς και οι θάνατοι που προκαλούνται από καθυστερημένη ή ματαιωμένη ιατρική θεραπεία».
Δεύτερον, όπως επισημαίνεται, «τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Covid-19 είναι πολύ λιγότερο θανατηφόρα από ό,τι είχε υπάρξει αρχικά ο φόβος. Από τη στιγμή που λαμβάνεται υπόψη ο μεγάλος αριθμός μη διαγνωσμένων περιστατικών, η νόσος έχει θνητότητα συγκρίσιμη μιας σοβαρής εποχικής γρίπης, τουλάχιστον στις περιοχές όπου τα νοσοκομεία και οι οίκοι ευγηρίας δεν έχουν κατακλυστεί. Επίσης βλέπουμε την απότομη ηλικιακή διαβάθμιση της θνητότητας της Covid-19, με περίπου το 90% έως 95% των θανάτων στην Ευρώπη να συμβαίνουν σε άτομα άνω των 65 ετών. Για τα παιδιά και τους νέους ξέρουμε ότι η Covid-19 είναι λιγότερο θανατηφόρα από τη γρίπη».
Τρίτον, σύμφωνα με τους Ιωαννίδη και Ρόχαν, «η θανατηφόρα Covid-19 είναι συχνά μια «νοσοκομειακή» λοίμωξη, που οι άνθρωποι κολλάνε στο νοσοκομείο. Επίσης ο ιός μπορεί να αποβεί ολέθριος σε όσους διαμένουν σε οίκους ευγηρίας: σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες περίπου οι μισοί θάνατοι προέρχονται από τέτοιες εγκαταστάσεις».
Ακόμη, οι δυσανάλογα πολλοί θάνατοι σε μέρη όπως το Μπέργκαμο της Ιταλίας και το Κουίνς της Νέας Υόρκης, αποδίδονται κυρίως στο ότι μολύνθηκε μεγάλο ποσοστό του ιατρικού προσωπικού, που μετέδωσε τον κορονοϊό σε ήδη ασθενείς (με άλλη πάθηση).
«Οι ηγέτες μας πρέπει να συνεχίσουν να ακολουθούν τη βασισμένη στην επιστήμη προσέγγισή τους και να μη φοβούνται να επικοινωνήσουν στο κοινό τα τελευταία ευρήματα», αναφέρει το δημοσίευμα και προσθέτει ότι «ο τερματισμός του lockdown δεν πρέπει να σημαίνει την έναρξη μιας εποχής μαζικής επιτήρησης, είτε μέσω τεστ ιχνηλάτησης ή αναξιόπιστου ελέγχου αντισωμάτων για πιστοποιητικά ανοσίας». Από την άλλη, επισημαίνεται ότι «η προσεκτική άρση των περιοριστικών μέτρων (lockdown) δεν πρέπει να θεωρηθεί ως προσπάθεια για επίτευξη ανοσίας της αγέλης – μια ασύνετη στρατηγική για μια λοίμωξη που τόσο εύκολα μολύνει νοσοκομεία και γηροκομεία».
Ο κ. Ιωαννίδης προτείνει τακτικά τεστ σε νοσοκομεία και γηροκομεία, ενώ συμβουλεύει το κοινό να αποφεύγει τα νοσοκομεία, αν έχει συμπτώματα Covid-19, εκτός και αν κάποιος νιώθει πολύ άρρωστος. «Η περαιτέρω χαλάρωση του lockdown μπορεί να διαμορφωθεί από προσεκτική αξιολόγηση του πώς εξελίσσεται η επιδημία και η διαθεσιμότητα νοσοκομειακών κλινών», όπως λέει.
«Ασφαλώς ο Covid-19 είναι ένας νέος ιός και υπάρχουν πολλά που έχουμε ακόμη να μάθουμε. Όμως όλα τα τελευταία στοιχεία και δεδομένα δείχνουν προς μια ευνοϊκή κατεύθυνση…Με βάση όλα όσα ξέρουμε για τον ιό, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής μπορούν να περάσουν στην επόμενη φάση και να αρχίσουν να βάζουν ένα τέλος στο lockdown», καταλήγει αισιόδοξα το άρθρο.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι την προηγούμενη Κυριακή η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal παρουσίασε εκτενώς τις απόψεις του Γ. Ιωαννίδη με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Ο αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων για τον κορονοϊό». Όπως αναφέρει και το δημοσίευμα, ορισμένοι άλλοι συνάδελφοί του τον έχουν επικρίνει ως υπερβολικά αισιόδοξο και βιαστικό να καταργηθούν τα περιοριστικά μέτρα. Ο ίδιος απαντά ότι προτιμά να κοιτάζει τα πραγματικά νούμερα για τον κορονοϊό (ούτε καν τα μαθηματικά μοντέλα που συχνά βασίζονται σε εκτιμήσεις) και να μη διαδίδει «ιστορίες τρόμου» και ψευδείς ειδήσεις (fake news) που απλώς τραβούν την προσοχή.