Η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να αγνοεί τις συνέπειες της πρόσφατης πτώσης των χρηματιστηριακών αγορών, υπογραμμίζει το περιοδικό The Economist, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που κρύβει αυτή η αδιάφορη στάση για τους Αμερικανούς επενδυτές και την οικονομία συνολικά. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε στις 16 Μαρτίου ότι οι διορθώσεις στην αγορά είναι φυσιολογικές και υγιείς. Ωστόσο, η επιμονή του να αποσιωπήσει τα προβλήματα που δημιουργεί η πτώση των μετοχών φέρνει στο προσκήνιο τον κίνδυνο για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της χώρας.
Ο εμβληματικός δείκτης S&P 500 έχει υποχωρήσει κατά 8% από το ιστορικό του υψηλό του Φεβρουαρίου, κάτι που ανησυχεί τους αναλυτές, οι οποίοι τονίζουν ότι η αδιαφορία της κυβέρνησης για την κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές για την οικονομία των ΗΠΑ. Η αξία των μετοχών και η τεχνολογική πρόοδος στις χρηματοοικονομικές αγορές έχουν προσελκύσει εκατομμύρια Αμερικανούς επενδυτές, με τις συμμετοχές των νοικοκυριών σε μετοχές εισηγμένων εταιρειών να φτάνουν τα 38 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2020. Η αύξηση αυτή, που αγγίζει το 128% τα τελευταία έξι χρόνια, έχει δημιουργήσει μία νέα οικονομική πραγματικότητα, όπου η αξία των συμμετοχών αντιπροσωπεύει πλέον το 1,7 φορές το διαθέσιμο εισόδημα των Αμερικανών, κάτι που είναι υπερδιπλάσιο του ιστορικού μέσου όρου.
Οι επιπτώσεις μιας παρατεταμένης πτώσης των αγορών θα ήταν δραματικές, σημειώνει το Economist. Καθώς οι Αμερικανοί στρέφονται ολοένα περισσότερο στις αγορές μετοχών, μία περαιτέρω πτώση θα μπορούσε να προκαλέσει μία αρνητική αντίδραση που θα επηρεάσει την κατανάλωση και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν αποκαλύπτει ότι η εμπιστοσύνη των Αμερικανών καταναλωτών υποχώρησε στις δύο πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δυόμισι ετών. Η πτώση των χρηματιστηριακών αξιών, μάλιστα, αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα δισεκατομμύρια δολάρια σε χαμένες καταναλωτικές δαπάνες, σύμφωνα με τα μοντέλα της Visa.
Η κατάσταση είναι ακόμα πιο περίπλοκη λόγω του πολιτικού κλίματος στην Αμερική. Το πολιτικό διαχωριστικό τοπίο έχει επηρεάσει τον τρόπο που οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται τις χρηματιστηριακές πτώσεις. Αναλυτές παρατηρούν ότι οι ψηφοφόροι της αριστεράς ανησυχούν περισσότερο για την ύφεση, ενώ οι δεξιοί παραμένουν πιο ψύχραιμοι. Οι Δημοκρατικοί, ειδικά μετά τις εκλογές, δείχνουν ιδιαίτερη ανησυχία για την οικονομία, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί φαίνονται λιγότερο ανήσυχοι για την πορεία των αγορών.
Το περιοδικό επισημαίνει ότι η διανομή του χρηματιστηριακού πλούτου στις ΗΠΑ είναι άνιση, με το 87% των μετοχών και των αμοιβαίων κεφαλαίων να ανήκει στο 20% των υψηλότερων εισοδημάτων, κάτι που δημιουργεί σημαντική κοινωνική ανισότητα. Οι Αμερικανοί που κερδίζουν λιγότερα από 50.000 δολάρια ετησίως, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, είναι περισσότερο πιθανό να είναι Ρεπουμπλικανοί παρά Δημοκρατικοί.
Αυτό το νέο οικονομικό και πολιτικό τοπίο εξηγεί τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ. Όπως επισημαίνει το Economist, η φτωχότερη βάση των Ρεπουμπλικανών είναι λιγότερο εκτεθειμένη στις πτώσεις των χρηματιστηριακών αγορών, γεγονός που μπορεί να τους επιτρέπει να θεωρούν την πτώση των αγορών ως ένα τίμημα που αξίζει να πληρωθεί για την επίτευξη των στόχων τους, όπως η αναγέννηση του βιομηχανικού τομέα μέσω των δασμών.
Ωστόσο, η ανησυχία είναι ότι μια τέτοια πολιτική στάση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την κατανάλωση των πλουσιότερων Αμερικανών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλη την αύξηση των καταναλωτικών δαπανών. Αν οι τιμές των μετοχών συνεχίσουν να μειώνονται, οι συνέπειες για την οικονομία των ΗΠΑ και τη γενική πολιτική σταθερότητα θα μπορούσαν να είναι σοβαρές, πλήττοντας ακόμη και τους Ρεπουμπλικανούς.