του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία, το ποδόσφαιρο, το κρίκετ και αρκετοί άλλοι θεσμοί εκπορεύτηκαν από την Μεγάλη Βρεταννία. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την μεγάλη φιλελεύθερη οικονομική ανατροπή που σημειώθηκε στον 20ο αιώνα, ενώ είχε προηγηθεί αυτής ο κεϋνσιανισμός –το μακροοικονομικό σύστημα που βοήθησε τον καπιταλισμό να ξεπεράσει την κρίση που ο ίδιος είχε προκαλέσει το 1929. Ακόμα, οι περί ιμπεριαλισμού θεωρίες και αντιλήψεις την Μεγάλη Βρεταννία έχουν ως αφετηρία τους, παράλληλα όμως η χώρα αυτή είναι η γενέτειρα και της συνεταιριστικής οικονομίας, με πατέρα της τον Όουεν.
Θα προσθέταμε επίσης πως, εμείς οι Έλληνες, σε Άγγλους στρατιώτες εν μέρει χρωστάμε και το ότι μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν γίναμε δορυφόρος ενός από τα πιο εγκληματικά πολιτικά συστήματα που γέννησε ο 20ος αιώνας, μαζί με τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό.
Τούτων λεχθέντων, επειδή δημοσιογραφικά ζήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τις διαδικασίες και εξελίξεις της βρεταννικής εισόδου, μαζί με την Ιρλανδία και την Δανία, στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (ΕΟΚ), μπορούμε να πούμε ότι σήμερα η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνει τον στρατηγό ντε Γκωλ. Είναι δε πολύ πιθανόν οι Άγγλοι που δικαίωσαν τον λαϊκισμό και την πολιτική αγυρτεία να διέπραξαν ένα πολύ υψηλού κόστους ιστορικό λάθος –το οποίο επίσης θα δικαιώσει τον Γάλλο στρατηγό.
Ακόμη θυμάμαι το περίφημο τηλεοπτικό «όχι» του στρατηγού ντε Γκωλ το 1963, χρονιά που είχε τεθεί θέμα εισόδου του Ηνωμένου Βασιλείου στην τότε ΕΟΚ. Δύο ημέρες αργότερα, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζων Φ. Κέννεντυ πίεζε την Γαλλία να αλλάξει πολιτική απέναντι στο βρεταννικό αίτημα και την απειλούσε με νομισματικές και εμπορικές κυρώσεις. Την ίδια περίοδο, οι ΗΠΑ πίεζαν και την Γερμανία προς την κατεύθυνση της αποδοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ –γεγονός, πάντως, που δεν έβλεπε με μεγάλο ενθουσιασμό ο Χάρολντ Μακ Μίλλαν, πρωθυπουργός της χώρας. Θυμάμαι, επίσης, ότι το γκωλικό «όχι» είχε προκαλέσει τότε ιδιαιτέρως ευνοϊκά σχόλια στον αντιαμερικανικό ελληνικό Τύπο, ο οποίος βεβαίως νόμιζε ότι η Γαλλία θα κλόνισε την Ατλαντική Συμμαχία προς όφελος της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το γαλλικό «όχι» είχε ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Πίσω από αυτό υπήρχε η γαλλική άρνηση μίας πολιτικής Ευρώπης την εποχή εκείνη που θα ήλεγχαν οι Αγγλοσάξονες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ντε Γκωλ είχε αποκαλέσει το Ηνωμένο Βασίλειο «Δούρειο Ίππο των ΗΠΑ στην Ευρώπη».
Το 1967, ανταποκριτής του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη στις Βρυξέλλες και αρθρογράφος για ευρωπαϊκά θέματα της γαλλικής επαρχιακής εφημερίδας Nord Eclair, είχα την μεγάλη ευκαιρία για δημοσιογράφο της εποχής να παραστώ στην ετήσια συνέντευξη τύπου του στρατηγού ντε Γκωλ. Οι συνεντεύξεις αυτές αποτελούσαν πραγματική θεατρική παράσταση του Γάλλου προέδρου, ο οποίος ήταν από τους λίγους πολιτικούς της εποχής του που είχαν καταλάβει το βάρος της τηλεοπτικής μετάδοσης στο ευρύ κοινό.
Όταν λοιπόν τελείωσε το πρώτο «σόου» του στρατηγού, ο κύριος αρθρογράφος της εφημερίδας Le Monde, ο Αντρέ Φονταίν, τον ρώτησε τί θα γίνει με την νέα υποβολή υποψηφιότητας του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ. Σάς μεταφέρω όσο πιο πιστά μπορώ από μνήμης, 49 χρόνια μετά, την γκωλική απάντηση: «Κύριε Φονταίν, προφανώς δεν αγνοείτε ότι οι Βρεταννοί υπήρξαν σύμμαχοί μας στην μάχη κατά του Άξονα και έχασαν λαμπρούς στρατιώτες τους για να μάς βοηθήσουν να είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Η εκτίμησή μου προς αυτούς είναι τεράστια. Γι αυτό και θεωρώ ότι μπορώ πολύ άνετα να τσουγκρίσω το ποτήρι μου μαζί τους πίνοντας ένα καλό κρασί. Νομίζω ότι αυτό είναι μία επαρκής ένδειξη φιλίας και εκτιμήσεως».
Αυτό το ανατρεπτικό γκωλικό χιούμορ δεν ξεχνιέται. Και παρά το γεγονός ότι ο διάδοχος του στρατηγού στον προεδρικό θώκο Ζωρζ Πομπιντού, ο άνθρωπος που άλλαξε την Γαλλία, έκανε ό,τι μπορούσε για να εισέλθει το Ηνωμένο Βασίλειο –μαζί με την Ιρλανδία και την Δανία– στην ΕΟΚ, προσωπικά δεν επείσθην ποτέ ότι οι Άγγλοι είχαν έναν ιδιαίτερο δεσμό με την ηπειρωτική Ευρώπη και τις επιδιώξεις της.
Για να το πω με πιο απλά λόγια, ο Άγγλος πολίτης μπήκε με βαρειά καρδιά στην ΕΟΚ, αντιμετώπισε με καχυποψία την μετατροπή της σε Ένωση, δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την διεύρυνσή της και, βέβαια, ως εκ τούτου ήταν ευάλωτος στον πιο χυδαίο δημοσιογραφικό λαϊκισμό –πεδίο στο οποίο κάποιες ταμπλόϊντ στην Αγγλία δίνουν ρέστα.
Από την άλλη πλευρά, οι διαδοχικές βρεταννικές κυβερνήσεις από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ και μετά, με ηπιότερες αυτές του Τόνυ Μπλαίρ, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να υπονομεύσουν τον γαλλο-γερμανικό άξονα, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, για να μπλοκάρουν ορισμένες κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές. Στην βάση αυτής της τακτικής, οι Βρεταννοί δημιούργησαν πολλές κρίσεις στην σημερινή Ένωση, την οποία πάντα έβλεπαν ως μία ζώνη ελεύθερων συναλλαγών και όχι ως μία πολιτική, νομισματική και οικονομική οντότητα.
Δεν εκπλήσσει έτσι η βρεταννική απουσία από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και άρα την ευρωζώνη, ούτε η μη συμμετοχή της χώρας στην ζώνη Σένγκεν, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων στην ΕΕ.
Με άλλα λόγια, το αποχωρών πλέον από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ηνωμένο Βασίλειο, ουσιαστικά συμμετείχε με το ένα πόδι εντός αυτής και ελέω λαϊκισμού αποφάσισε να αποσύρει και το άλλο. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα ενός νάρκισσου πολιτικού απατεώνα και ενός γελωτοποιού πρώην δημάρχου του Λονδίνου.
Το πρόβλημα γι αυτούς είναι ότι, οσονούπω, μετά από 307 χρόνια, θα ξεκινήσει και το ξήλωμα του Ηνωμένου Βασιλείου –και, όταν ολοκληρωθεί, οι πανηγυρίζοντες πενηντάρηδες, εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες Άγγλοι που πρωτοστάτησαν στο Brexit θα καταλάβουν πόσο πραγματικά κοστίζει το παρελθόν να καταστρέφει το μέλλον.