του Δημήτρη Καμπουράκη
Τις εποχές που τα λόγια διέθεταν ακόμα μία κάποια αξία, είχα ακούσει τη Μαριάνθη, γιαγιά εκ του πατρός μου, να διηγείται μια από κείνες τις αλλόκοτες ιστορίες που ανάσερνε ξάφνου και δίχως ορατή αφορμή από τα κατάβαθα της προαιώνιας μνήμης της. Οι ιστορίες αυτές, καταστάλαγμα της συλλογικής εμπειρίας των μικρών αγροτικών οικισμών του νότου, απόσταγμα σκοτεινών διαλόγων στα έγκατα περίκλειστων κοινωνιών, έχουν καταχωνιαστεί στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης μου ως ομιχλώδης παιδική ανάμνηση.
Κατά καιρούς όμως, κάποια απ’ αυτές τις μισοξεχασμένες διηγήσεις αποκολλάται αιφνιδίως από τους βυθούς μου και παίρνει την ανιούσα. Αναδύεται σαν βουτηχτής που κρατά την αναπνοή του και φθάνοντας στην επιφάνεια συνταράζει την κρούστα του προσωπικού μου ασυνείδητου, αναζητώντας πιεστικά διέξοδο. Τότε είναι που καταλαβαίνω ότι έφθασε ο καιρός να αποκαλυφθεί επιτέλους η κρυμμένη αλληγορία της ιστορίας, να κλείσει ο ημιτελής κύκλος της παλαιάς διήγησης, ν’ αποκτήσει νόημα η προγονική παραμυθία που έφθασε ως εμένα.
Μεταφέρω με δικά μου λόγια την ιστορία της Μαριάνθης, η οποία ειρήσθω εν’ παρόδω είχε γεννηθεί τη δεκαετία του 1880:
«Τα πολύ παλιά χρόνια, πολύ πριν τον καιρό της προγιαγιάς και του προπάππου μου, υπήρχαν καλοί και κακοί μάγοι. Οι κακοί μάγοι έβλαφταν τους ανθρώπους, οι καλοί δεν έκαναν τίποτα. Θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον απλό φτωχό κόσμο, όμως ποτέ δεν το αποφάσιζαν διότι το πρώτο πράγμα που μάθαινε ένας ενάρετος μάγος ήταν ότι δεν υπάρχει καλή μαγεία. Όπως εξηγούσαν, ο άνθρωπος που ανεξαρτήτως σκοπού καταφεύγει έστω μια φορά στη ζωή του σε απόκοσμες δυνάμεις, δε μπορεί πια να κάνει δίχως τη βοήθεια τους. Αυτό το εκ’ γεννετοίς ελάττωμα της μαγείας ενθυλάκωνε στο εσωτερικό της το σπέρμα του κακού, άρα η καταφυγή των απλών ανθρώπων σ’ αυτήν αποτελούσε αυτόχρημα λανθασμένη και απευκταία επιλογή.
Όμως η χρόνια απραξία των καλοκάγαθων μάγων, σε συνδυασμό με την υπερδραστηριότητα των κακών συναδέλφων τους, είχαν οδηγήσει τον κλάδο σε κοινωνική απαξία. Ο βασανισμένος κόσμος, ανήμπορος να αμυνθεί στα συνεχή χτυπήματα των σκοτεινών μαγικών δυνάμεων, άρχισε να μην πιστεύει στους καλούς μάγους. Η συνειδητή αποχή από την τέχνη τους εκλαμβανόταν απ’ τους απλούς ανθρώπους ως ανικανότητα και η πίστη τους στην ανθρώπινη αυτενέργεια ως αδυναμία. Κάποιος τέτοιος καλοσυνάτος μάγος λοιπόν, μη αντέχοντας πλέον τη χλεύη του κοινωνικού του περίγυρου, σε μια στιγμή αδυναμίας ενέδωσε στον πειρασμό της επίδειξης.
Βαδίζοντας νύχτα σε μια ερημική τοποθεσία, αποφάσισε εκνευρισμένος να δώσει ένα μάθημα στον συνοδοιπόρο του, όταν αυτός αμφισβήτησε όχι μόνο τις ικανότητες των καλών μάγων αλλά και αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη τους. «Ονομάτισε μου το πιο αγαπημένο ζευγάρι του χωριού σου» του είπε. Ο συνταξιδιώτης, δίχως να αναλογιστεί τις πιθανές συνέπειες της μαρτυρίας του, εκστόμισε τα ονόματα δυο νιόπαντρων παιδιών του οικισμού του, των οποίων ο έρωτας ήταν πανθομολογούμενος. Τότε ο μάγος βγήκε φουριόζος από το μονοπάτι, βρήκε μια πικροδάφνη σε μια λόχμη, άρπαξε ένα τρυφερό κλαδάκι της και σχημάτισε μ’ αυτό έναν κόμπο. «Κοίτα τώρα πως θα καταντήσουν» είπε εκνευρισμένος και συνέχισε τον δρόμο του.
Πράγματι, μόλις το ανύποπτο νεαρό ζευγάρι «δέθηκε» μέσα στον κόμπο, κεραυνοβολήθηκε. Ο έρωτας του εξατμίστηκε διαμιάς, η αγάπη του ξεράθηκε σαν θερμόπληκτο δενδρύλλιο. Οι δυο νέοι άρχισαν να τρώγονται σαν τα σκυλιά. Από το σπίτι τους ακούγονταν πλέον μόνο φιλονικίες και ύβρεις, κλάματα και κατάρες. Ζήλεια και μίσος αντικατέστησαν την ζηλευτή αγάπη τους. Σύντομα έγιναν η ντροπή της γειτονιάς, το χειρότερο ζευγάρι του χωριού. Φίλοι και συγγενείς έτριβαν τα μάτια τους απ’ αυτή την αναπάντεχη αλλαγή των πάλαι ποτέ ερωτευμένων νέων. Μόνο ο συνοδοιπόρος του μάγου κατάλαβε τι είχε συμβεί και έτρεξε αναστατωμένος να τον βρει. «Ζητώ συγνώμη για τα λόγια μου» είπε, «πιστεύω στη δύναμη σου, αλλά τώρα λύσε τα μάγια. Είναι κρίμα.»
Ακούγοντας τα μαντάτα, ο αγαθός μάγος συνειδητοποίησε αμέσως το τερατώδες σφάλμα του. Το επόμενο κιόλας πρωί ξεκίνησε για να λύσει τα μάγια, όμως η επιχείρηση αποδείχτηκε ανέφικτη. Το μέρος ήταν απόμακρο, το μονοπάτι αόρατο, η λόχμη χαμένη μέσα στις χαράδρες, η πικροδάφνη σκεπασμένη από άλλους θάμνους, η μέρα τόσο διαφορετική από τη νύχτα. Με μια φρικτή αγωνία να του σφίγγει την ψυχή, ο καλός μάγος άρχισε να ψάχνει ασθμαίνοντας μέσα στα δάση και τα ρουμάνια για να βρει το σημείο όπου είχε προβεί στην φρικτή του πράξη. Έψαχνε μήνες και μήνες χωρίς σταματημό, ενώ τα νέα που έφταναν από το «δεμένο» ζευγάρι όλο και χειροτέρευαν. Οι καυγάδες τους ήταν τόσο σφοδροί και το μίσος τους τόσο φονικό, που ο μετανιωμένος μάγος φοβόταν πριν βρει το δενδρύλλιο ο ένας θα είχε σκοτώσει τον άλλον.
Ανήμπορος να σηκώσει τέτοιο βάρος στην ψυχή του, κατέληξε εκεί όπου δεν καταφεύγει ποτέ ένας μάγος, είτε καλός είτε κακός. Στον Θεό. Προσευχήθηκε, ζητώντας από τον Πανάγαθο να του φανερώσει τον χαμένο θάμνο. Το αντάλλαγμα σε τέτοια συναλλαγή ήταν εκ’ των προτέρων γνωστό. Ο Θεός ικανοποιώντας την επιθυμία του, αφαιρούσε αυτομάτως από τον ικέτη τη μαγική του τέχνη καθώς οι θεϊκές στρατιές και τα πλήθη των μάγων είχαν αδυσώπητο ανταγωνισμό. Όμως η μετάνοια του άνδρα ήταν τόσο συντριπτική, που προκειμένου ν’ απαλλαγεί από το άγος της πράξης του αποδεχόταν την αποποίηση της ιδιότητας του. Το μεταφυσικό παζάρι ευοδώθηκε και η θεϊκή βούληση αποκάλυψε το κρυμμένο μονοπάτι που οδηγούσε στην πικροδάφνη. Με τρεμάμενο χέρι ο καλός μάγος βρήκε τον κόμπο πάνω στο κλαδί και προσπάθησε να τον λύσει, κάνοντας την τελευταία πράξη μαγείας της ζωής του πριν μεταβληθεί σε κοινό θνητό.
Πλην τα τρία χρόνια που είχαν περάσει, είχαν μετατρέψει το κομποδεμένο τρυφερό βλαστάρι της πικροδάφνης, σε χοντρό και σκληρό κλαδί. Ο άνδρας προσπάθησε να το λύσει, όμως ήταν αδύνατο. Ξαναπροσπάθησε, βάζοντας όλη τη δύναμη των χεριών του. Το χοντρό κλαδί έτριξε και μ’ έναν ανατριχιαστικό θόρυβο έσπασε στα δυο, λύνοντας επιτέλους τον κόμπο. Το «δεμένο» απ’ την κατάρα ζεύγος απελευθερώθηκε, όμως ο άνδρας αντί να ανακουφιστεί, μελέτησε συνοφρυωμένος το σπασμένο κλαδί. Μετά γονάτισε κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, καθώς διαπίστωσε ότι από την πληγή της τσακισμένης πικροδάφνης είχαν τρέξει στο χώμα δυο σταγόνες υγρό. Κι αυτός έκλαιγε πικρά, γιατί ήξερε πως αυτές οι δυο σταγόνες, ήταν δυο παιδιά που εξ’ αιτίας του δεν είχαν γεννηθεί, καθώς το ανόητο πείσμα του και η εγκληματική επιπολαιότητα του είχαν διαλύσει αυτό τον γάμο. Κι όταν κάποιος αποτρέπει τη γέννηση ενός παιδιού, στην πραγματικότητα το σκοτώνει πριν καν αυτό υπάρξει.»
Αυτή ήταν η αλλόκοτη ιστορία της Μαριάνθης. Μην περιμένετε βέβαια να σας εξηγήσω τους προσωπικούς λόγους για τους οποίους αναδύθηκε τώρα από τα εσώτερα μου, ούτε να αποκαλύψω τη σύνδεση της με το δικό μου σήμερα. Θα ήταν αχαρακτήριστο εκ’ μέρους μου, καθότι οι προγονικοί μύθοι αποκτούν ουσιώδες νόημα μόνο λαμβάνοντας το καλούπι του δέκτη τους, σαν τα υγρά που παραμένουν χρήσιμα μόνο όσο διαθέτουν το σχήμα των δοχείων όπου καταλήγουν. Αλλιώς χύνονται και χάνονται. Έχω όμως μια παράλληλη υποψία. Δεν αποκλείεται η ξαφνική εσωτερική μου ανάγκη να βγάλω αυτή τη δήθεν απλοϊκή ιστορία από την ανυπαρξία και να τη μεταδώσω σε άλλα μάτια και μυαλά, να οφείλεται σε κάποιον κρυμμένο σχεδιασμό που συνδέει τις γενιές. Οι επάλληλες αλληγορίες, οι αλληλοσυμπληρούμενες παραβολές και οι αλληλοαναιρούμενοι συμβολισμοί της παλαιάς διήγησης, φωνάζουν από μακριά ότι δεν είναι προϊόντα της τύχης.
Λέω λοιπόν πως ίσως…
…σε μια κοινωνία που βρίθει από λογής-λογής ακατανόμαστους μάγους, σε μια διαδικτυακή κόλαση που στεγάζει εύκολους αμφισβητίες και εγκληματικούς επιδειξίες, σε μια εποχή κομποδεμένων μυαλών και φυλακισμένων ερώτων, σε μια περίοδο ανίερων παζαριών ανάμεσα σε κάλπικους Θεούς και θλιβερούς κομπογιαννίτες, σε μια χώρα γεμάτη κρυφούς φονιάδες παιδιών κάθε ηλικίας, σ’ έναν γαλαξία αξεδιάλυτης ώσμωσης του καλού και του κακού, σ’ ένα σύμπαν όπου οι σκέψεις δολοφονούνται πριν καν γεννηθούν, σαν τις σταγόνες της τραυματισμένης πικροδάφνης…
…μια τόσο στέρεα αρχαϊκή σπουδή πάνω στα κόστη των σκέψεων και των πράξεων, δε μπορεί να είναι ανώφελη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο protagon.gr