«Η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους κάνει κακό στην Ελλάδα» ήταν η αντίδραση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στις συστάσεις του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα από την Αθήνα για την απομείωση του χρέους.
Η γερμανική πλευρά επέμενε και χθες στη θέση της πως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι βιώσιμα δημοσιονομικά και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, υποβαθμίζοντας το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους.
Ωστόσο, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα είναι στην ατζέντα του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, όπως ανέφερε χθες από το Λονδίνο ο επικεφαλής του συμβουλίου υπουργών της Ευρωζώνης Γερούν Ντέισελμπλουμ.
Στον απόηχο των πολλών παρεμβάσεων του κ. Ομπάμα για την επίλυση του θέματος του χρέους, ο κ. Σόιμπλε, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Passauer Neue», δήλωσε χαρακτηριστικά εν όψει του κρίσιμου Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου ότι «όποιος λέει ότι “εμείς θα μειώσουμε το χρέος σου”, τότε κάνει κακό στην Ελλάδα».
Εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου διευκρίνισε κατόπιν, σύμφωνα με το Reuters, ότι οι δηλώσεις Σόιμπλε δεν συνδέονται με την τοποθέτηση του Ομπάμα από την Αθήνα σχετικά με την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους. Τόνισε μάλιστα ότι «η θέση μας δεν έχει αλλάξει. Η επίσκεψη Ομπάμα δεν άλλαξε κάτι».
Στη συνέχεια, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας Στέφεν Ζάιπερτ επανέλαβε πως η θέση του Βερολίνου αναφορικά με το χρέος δεν αλλάζει.
Αναφερόμενος στην τοποθέτηση του Αμερικανού προέδρου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιπερτ τόνισε ότι «λαμβάνουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο πρόεδρος Ομπάμα έχει επισημάνει την άμεση ανάγκη για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Το Eurogroup συμφώνησε τον Μάιο σε ένα χρονοδιάγραμμα για αυτό το θέμα και ειδικότερα για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα και αργότερα -το 2018- τα μεσοπρόθεσμα μέτρα». Κληθείς να σχολιάσει τη θέση του Αμερικανού προέδρου ότι η λιτότητα δεν φέρνει ευημερία, ο κ. Ζάιπερτ τόνισε ότι αυτό αντανακλά και την άποψη της γερμανικής κυβέρνησης.
Για το περιεχόμενο των βραχυπρόθεσμων μέτρων που θα συζητηθούν στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου έχει γίνει προεργασία τους τελευταίους μήνες τόσο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM), όσο και από την ελληνική πλευρά: το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και τον Οργανισμό για τη Διαχείριση του Δημοσίου Χρέους. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα αναμένεται να κινούνται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Ομαλοποίηση των πληρωμών τόκων. Ο στόχος αυτής της παρέμβασης είναι να μην υπάρξουν «βουνά» πληρωμών αποκλειστικά για τόκους όπως αυτά που εντοπίζονται αυτή τη στιγμή κυρίως μετά το 2021. Ειδικά το 2021 και το 2022, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει περισσότερα από 17 δισ. ευρώ σε τόκους, ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από 8% του ΑΕΠ. Η ομαλοποίηση μπορεί να γίνει με χρονική μετάθεση των πληρωμών, ουσιαστικά με αλλαγή των όρων των δανειακών συμβάσεων.
- Μείωση επιτοκίων σε συγκεκριμένο κομμάτι του χρέους. Στην απόφαση του Eurogroup αναφέρεται ότι «μπορεί να γίνει χρήση της χρηματοδότησης από EFSF /ESM για τη μείωση του κινδύνου από τα επιτόκια χωρίς να συνεπάγεται κανένα επιπλέον κόστος». Αυτό μπορεί να γίνει πρακτικά με «αγορά» παλαιού και ακριβότερου χρέους με νέα δάνεια τα οποία θα δοθούν από τον ESM. Αυτή η ανταλλαγή χρέους θα φέρει μείωση επιτοκίου και κατά συνέπεια τόκων.
Σταθεροποίηση των επιτοκίων, προκειμένου να μειωθεί το ρίσκο, μέσω της αξιοποίησης εργαλείων του ESM.
Τα σταθερά επιτόκια δημιουργούν ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον, καθώς αφαιρούν την αβεβαιότητα που προκύπτει από τα κυμαινόμενα. Ειδικά στην Ελλάδα όπου το κυμαινόμενο κομμάτι του χρέους ξεπερνά το 70% του συνόλου, ο κίνδυνος αύξησης των επιτοκίων στο μέλλον είναι τεράστιος, καθώς ακόμη και μια ποσοστιαία μονάδα αύξησης συνεπάγεται επιβάρυνση άνω των 2,5 δισ. ευρώ για τον κρατικό προϋπολογισμό. Για τη σταθεροποίηση του επιτοκίου, πληροφορίες φέρουν τον ESM να συζητά με τον ΟΔΔΗΧ το ενδεχόμενο το μέτρο να αφορά κομμάτι του χρέους της τάξεως των 25 δισ. ευρώ.
Το περιεχόμενο των ελληνικών διεκδικήσεων είχε περιγράψει σε γενικές γραμμές σε πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, ο οποίος και στάθηκε κατά κύριο λόγο σε δύο μέτρα που κατά την εκτίμηση της ελληνικής πλευράς καθιστούν το χρέος βιώσιμο και δημιουργούν το περιθώριο και για μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2019. Αυτά τα μέτρα εντάσσονται περισσότερα στα «μεσοπρόθεσμα».
Η ελληνική πλευρά δεν διεκδικεί αποφάσεις αυτή τη στιγμή επί των συγκεκριμένων μέτρων αλλά την περιγραφή τους, ώστε να σταλεί μήνυμα στις αγορές περί των προοπτικών βιωσιμότητας του χρέους. Τα δύο μέτρα στα οποία στέκεται η ελληνική πλευρά είναι:
1 Η μείωση του κινδύνου των επιτοκίων μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου. Αυτό το μέτρο οδηγεί σε σημαντική βελτίωση της πορείας του χρέους αλλά από μόνο του δεν καθιστά το χρέος βιώσιμο, σύμφωνα με τα όσα είπε ο κ. Χουλιαράκης.
«Το χρέος παραμένει μη βιώσιμο, ενώ μειώνεται το απόθεμα χρέους ως προς το ΑΕΠ σταδιακά σε χρονικό ορίζοντα 40 ετών. Παραμένει όμως πάνω από το 100% και αντίστοιχα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το 15% σχετικά νωρίς, γύρω στο 2030 και το 20% στα μέσα της δεκαετίας 2030».
2 Η χρονική επέκταση των δανείων του EFSF είναι που καθιστά, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, βιώσιμο το ελληνικό χρέος.
Αν και δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες παραμέτρους, ο κ. Χουλιαράκης υποστήριξε ότι η ελληνική πλευρά έκανε μια μετριοπαθή ποσοτικοποίηση, βάσει της οποίας «το απόθεμα του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται σταθερά και σημαντικά κάτω από το 100% και σε ορίζοντα 40 χρόνων πλησιάζει το 80% του ΑΕΠ, όσο και οι ακαθάριστες ανάγκες εξυπηρέτησης παραμένουν κάτω από το 15% μέχρι τα μέσα του 2030 και κάτω από το 20% για το υπόλοιπο διάστημα».
Μέχρι τις 5 Δεκέμβρη θα έχουμε κλείσει την αξιολόγηση, ώστε να τεθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να μπούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και να συζητήσουμε τα επόμενα βήματα για το χρέος, υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημ. Τζανακόπουλος.
Το χρονοδιάγραμμα πρέπει και μπορεί να τηρηθεί για να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα ως το τέλος του έτους, υπογράμμισε. Σημείωσε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στην πορεία των διαπραγματεύσεων. «Οι συζητήσεις τρέχουν και το χρονοδιάγραμμα είναι δυνατόν να τηρηθεί ώστε να έχουμε στις 27-28 Νοεμβρίου το staff level agreement» είπε.