Μια φωνή αναγνωρίσιμη ανάμεσα σε όλες τις άλλες, μια παρουσία μελαγχολική, που μαγνήτιζε τον θεατή: ο Γάλλος ηθοποιός Ζαν-Λουί Τρεντινιάν που πέθανε σήμερα το πρωί σε ηλικία 91 ετών, έχτισε μια τεράστια καριέρα, σχεδόν επτά δεκαετιών, με περισσότερους από 160 ρόλους στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στο πλευρό «ιερών τεράτων».
Η δεκαετία του 1960 ήταν όλη δική του: πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου με την ταινία «Ένας άνδρας, μια γυναίκα» του Κλοντ Λελούς (Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1966) και κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο ίδιο φεστιβάλ τρία χρόνια αργότερα, το 1969, με το «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Στη δύση της καριέρας του ήρθε άλλο ένα αποκορύφωμα, το βραβείο Σεζάρ για την ερμηνεία του στην «Αγάπη» του Μίχαελ Χάνεκε, το 2013.
Αυτός ο τελειομανής και συνεσταλμένος άνδρας ήταν επίσης ένα ανήσυχο πνεύμα που αποκάλυψε ότι κάποια στιγμή είχε αυτοκτονικές τάσεις: «Παραδέχομαι ότι ποτέ δεν ήμουν πολύ χαρούμενος», είχε δηλώσει ο ίδιος.
Αυτή η απαισιοδοξία τον συνόδευε για πολλά χρόνια πριν από τον θάνατο της κόρης του, της Μαρί, με την οποία διατηρούσε στενή σχέση. Η Μαρί έπεσε νεκρή το 2003, δολοφονημένη από το χέρι του συντρόφου της, του τραγουδιστή Μπερτράν Καντά. Λίγους μήνες νωρίτερα, πατέρας και κόρη είχαν ερμηνεύσει μαζί στη σκηνή τα «Ποιήματα στη Λου» του Γκιγιόμ Απολινέρ.
Η τραγωδία της Μαρί τον στοίχειωσε για πάντα. «Θα μπορούσα να έχω σταματήσει τη ζωή μου εκείνη τη στιγμή», είχε δηλώσει. Με την προτροπή της οικογένειάς του, ανέβηκε ξανά στη σκηνή και βρήκε μια «θεραπεία» στην ποίηση και το θέατρο. Το θεατρικό σανίδι ήταν «το αληθινό επάγγελμά του», όπως είπε κάποτε στο Γαλλικό Πρακτορείο. «Κάνουμε κινηματογράφο λίγο από ματαιοδοξία».
Ο Τρεντινιάν γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1930 στο Πιολάν, στη νότια Γαλλία. Ήταν γιος βιομηχάνου και ανιψιός του οδηγού αγωνιστικών αυτοκινήτων Μορίς Τρεντινιάν. Ο ντροπαλός νέος που έδινε την εντύπωση ότι «ήταν αλλού», παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στο Παρίσι και ανέβηκε στη σκηνή το 1951, στη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1956, ήρθε ο κινηματογράφος με την ταινία «Αν όλοι οι άνδρες του κόσμου» του Κριστιάν Ζακ. Την ίδια χρονιά γύρισε την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» με συμπρωταγωνίστρια την Μπριζίτ Μπαρντό, η σχέση με την οποία συζητήθηκε πολύ.
Επιστρέφοντας από την τραυματική για τον ίδιο στρατιωτική θητεία του στην Αλγερία, ο ηθοποιός παίζει στις «Επικίνδυνες σχέσεις» με σκηνοθέτη τον Ροζέ Βαντίμ και η νευρώδης, ευαίσθητη ερμηνεία του σαγηνεύει. Ακολουθεί η ταινία «Ένας άντρας, μια γυναίκα» στο πλευρό της Ανούκ Αιμέ. Πολύπλευρος στις ερμηνείες του, επιλέγει ρόλους τόσο σε εμπορικές ταινίες («Κάψτε το Παρίσι», 1966), όσο και σε αβάν-γκαρντ («Ο άνδρας που λέει ψέματα», Αργυρή Άρκτος στο Φεστιβάλ του Βερολίνου) και σε πολιτικές («Ζ» του Κώστα Γαβρά). Συνολικά, έπαιξε σε περισσότερες από 120 ταινίες, μεταξύ των οποίων ήταν και «Ο Κονφορμίστας» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
Ο Τρεντινιάν ανέλαβε επίσης να σκηνοθετήσει δύο ταινίες, οι οποίες ωστόσο δεν γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία.
Από τη δεκαετία του 1980 επικεντρώθηκε στο θέατρο, χωρίς να ξεχάσει και την αγάπη του για τον κινηματογράφο, γυρίζοντας ταινίες όπως την «Τρία χρώματα: η κόκκινη ταινία» και την «Κοίτα τους άνδρες που πέφτουν».
Μετά τον χαμό της κόρης του απομακρύνθηκε για μια δεκαετία από τα κινηματογραφικά πλατό και επέστρεψε δυναμικά το 2012 με την «Αγάπη» όπου ερμήνευσε έναν 80χρονο που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θάνατο της γυναίκας του. Με τον Χάνεκε θα γυρίσει το 2017 και την ταινία Happy End, που διαγωνίστηκε στις Κάννες. Την ίδια χρονιά έδωσε μια τελευταία θεατρική τουρνέ, απαγγέλλοντας ποιήματα των Πρεβέρ, Βιάν και Ντεσνός.
Για να κλείσει ο κύκλος, το 2019 ξανασυναντήθηκε με τον Κλοντ Λελούς και την Ανούκ Αιμέ για το «σίκουελ» της ταινίας «Ένας άνδρας, μια γυναίκα», 53 χρόνια μετά.
Ο Τρεντινιάν έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά, όλα από τη δεύτερη σύζυγό του, τη σηνοθέτιδα Ναντίν Μαρκάν. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ζούσε κοντά στο Ιζές, στο Γκαρ, κοντά στους αγαπημένους του αμπελώνες.