Mηνύματα ανησυχίας από χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων για την παρατεταμένη οικονομική ύφεση αναδεικνύει η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος. Πολλοί συμπολίτες μας διακατέχοκαι η πολύχρονη μείωση των εισοδημάτων δημιουργούν -μεταξύ άλλων- αισθήματα ανασφάλειας στους φορολογούμενους πολίτες, πολλοί από τους οποίους πλέον άρχισαν να φοβούνται ότι θα χάσουν τα σπίτια τους.Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε μελέτη την οποία δημοσιεύει στο Οικονομικό της Δελτίο η τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Η μελέτη έχει ως στόχο να καταδείξει τις τάσεις που επικρατούν όσον αφορά τη στεγαστική κατάσταση των κατοίκων της Ελλάδος στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, από την άποψη της ποιότητας των στεγαστικών συνθηκών, αλλά και της δυνατότητας διατήρησής τους. Στην μελέτη παρουσιάζεται η εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας ως προς τη φυσική αλλά και τη μεταναστευτική του διάσταση, καθώς και η δομή των νοικοκυριών ως προς τον τύπο οικογένειας στον οποίο εντάσσονται. Στη συνέχεια, εξετάζεται η στεγαστική κατάσταση των νοικοκυριών και το εισοδηματικό τους επίπεδο. Σύμφωνα με τα ευρήματα, σημαντικός είναι ο αριθμός των νοικοκυριών που έχουν υποστεί αρνητική μεταβολή στη στεγαστική τους κατάσταση, ενώ αρκετά νοικοκυριά τελούν υπό καθεστώς δυνητικής επισφάλειας ως προς τη δυνατότητα διατήρησής της, είτε λόγω των οικονομικών βαρών επί των ιδιόκτητων κατοικιών τους είτε γιατί διαβιούν σε παραχωρημένες κατοικίες, των οποίων η παραχώρηση δύναται να σταματήσει να υφίσταται. Τέλος, διαφαίνεται ότι όλα τα νοικοκυριά έχουν υποστεί μείωση εισοδημάτων, αφού αυξήθηκαν εκείνα που εντάσσονται στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια αλλά μειώθηκαν και τα περισσότερο εύπορα νοικοκυριά.
Εκτός από τα νοικοκυριά που φοβούνται μήπως χάσουν το σπίτι τους, αυξήθηκε θεαματικά ο αριθμός εκείνων που ήδη το έχασαν. Διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι «αυξήθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που διαβιούν σε μη κανονικές κατοικίες, όπως καλύβες, παράγκες και καταστήματα». Μάλιστα αναφέρει πως ο αριθμός αυτών των νοικοκυριών ξεπέρασε τις 27.000 το 2012 από 16.000 περίπου που ήταν το 2008 πριν ξεσπάσει η κρίση, δηλαδή προκύπτει αύξηση κατά 71%. Γενικότερα, ένας σημαντικός αριθμός νοικοκυριών έχει υποστεί αρνητική μεταβολή στη στεγαστική του κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται πως η κρίση είχε επίσης ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των νοικοκυριών που διαβιούν σε κατοικίες ενός, δύο και τριών δωματίων, ενώ αντίθετα μειώθηκαν τα νοικοκυριά που διαβιούν σε κατοικίες τεσσάρων δωματίων και άνω. Η μετακίνηση των νοικοκυριών σε μικρότερες κατοικίες ερμηνεύεται μόνο εν μέρει από τις μεταβολές στη σύνθεση των νοικοκυριών (αύξηση ολιγομελών νοικοκυριών λόγω διάσπασης συμβίωσης νοικοκυριών δύο και τριών γενεών, αύξησης ζευγαριών με λιγότερα παιδιά, διαζευγμένων, μονογονεϊκών οικογενειών), κατά το υπόλοιπο αποδίδεται -σύμφωνα με την έρευνα- σε οικονομικούς λόγους. Τεράστιο είναι και το δημογραφικό πρόβλημα, που συμπληρώνει την εικόνα της υποβάθμισης της ελληνικής κοινωνίας και αποτυπώνεται και στη σύνθεση των νοικοκυριών, όπου παρατηρείται αύξηση τόσο των ζευγαριών χωρίς παιδιά όσο και εκείνων με ένα μόνο παιδί, με τη δεύτερη κατηγορία να αυξάνεται με αλματώδη ρυθμό, ενώ αντίθετα παρατηρείται έντονη μείωση στα ζευγάρια με τρία παιδιά και άνω μέχρι 16 ετών, που μειώνονται με επίσης αλματώδη αρνητικό ρυθμό μεταβολής. Επίσης αύξηση παρατηρείται και στα ζευγάρια με δύο παιδιά μέχρι 16 ετών, ρυθμός που δίνει προβάδισμα σε απόλυτους αριθμούς στα τετραμελή νοικοκυριά στην Ελλάδα.Διευκρινίζεται και έχει ιδιαίτερη σημασία, πως σύμφωνα με τις επεξηγήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τη δομή της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών και της Ερευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως κανονικό δωμάτιο θεωρείται κάθε δωμάτιο με επιφάνεια τουλάχιστον τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, ύψος δύο μέτρα, παράθυρο, στο οποίο χωρά ένα κρεβάτι. Αυτό σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός δωματίων, όπως έχουμε συνηθίσει να τα εννοούμε και όχι βάσει των προδιαγραφών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, είναι μικρότερος, σημειώνεται στη μελέτη της ΤτΕ.